ΑΓΡΟΤΙΚΑ

Η αμπελουργός με το πρώτο πιστοποιημένο ηρωικό οινοποιείο στην Ελλάδα

Έπειτα από κάμποσα χιλιόμετρα αυγουστιάτικης ζέστης και μεσημεριανής πείνας, επιτέλους σμίξαμε, οι μεν από τον Νότο, οι δε από τον Βορρά, στο συμφωνημένο σημείο, το Τζερμιάδο. Η πείνα σήκωνε χορταστικά μαγειρευτά και η ζέστη παγωμένη μπίρα. Μαζί με την τελευταία, κατέφθασαν στο τραπέζι και μερικά ποτήρια κρασιού, αλησμόνητου άλικου χρώματος.

«Κέρασμα το ηρωικό μας κρασάκι. 70% κοτσιφάλι και 30% μαντιλάρι».

Κάπως έτσι, με ένα στυφό αυγουστιάτικο πεσκέσι, ο κύριος Βασίλης μας σύστησε την ηρωική αμπελουργία. Τυχαία. Όπως τυχαία του τη σύστησε και εκείνου μια Αθηναία επισκέπτρια των αμπελιών του.

Κύριε Βασίλη, τι σημαίνει «ηρωική αμπελουργία»;

Στην αρχή, ούτε οι φίλοι του αλλά ούτε και οι πελάτες του, πίστευαν πως υπήρχε τέτοιος όρος. Όμως, το διαδίκτυο έκανε τη δουλειά του και έτσι κάποτε πείστηκαν πως «Je suis viticulteur  héroïque και άρχισαν να με σέβονται και λιγάκι» λέει αστειευόμενος.

«Το αμπέλι έχει πολύ μεγάλη αξία» λέει ο ίδιος που γεννήθηκε, μεγάλωσε και συνεχίζει να ζει στ’ αμπέλια. «Ήξερα πως υπήρχαν σπουδαία αμπέλια που τα προστατεύει η Unesco, όπως το Lavaux στην Ελβετία ή οι μεγάλοι αμπελώνες στην Côtes du Rhône, στον Ροδανό. Όμως, έμαθα κατοπινά για την ηρωική αμπελουργία».

Ο κ. Καργιωτάκης ανακατατάσσει τις πέτρες της ξερολιθιάς στο αμπέλι του. – Φωτ.: Βασίλης Καργιωτάκης

Όπως λέει ο ίδιος, «δεν έχουμε πάρει πιστοποίηση γιατί απαιτεί μεγάλη γραφειοκρατία. Αλλά ξέρω πως δεν χρειάζομαι πιστοποίηση για να είμαι ηρωικός αμπελουργός. Το κτήμα μου έχει όλες τις προδιαγραφές για να είναι ηρωικός αμπελώνας».

Πότε ένα αμπέλι είναι ηρωικό;

Όμως, πότε ένας αμπελώνας είναι ηρωικός;

–  Τέσσερα είναι τα κριτήρια ώστε μια καλλιέργεια να εμπίπτει στην κατηγορία της «ηρωικής»:

–  Υψόμετρο που ξεπερνά τα 500 μέτρα από το επίπεδο της θάλασσας

–  Κλήρος σε έδαφος με κλίση τουλάχιστον 30%

–  Καλλιέργειες πάνω σε αναβαθμίδες ή χωρίς εδαφική συνέχεια

–  Αμπελώνες σε μικρά νησιά όπου υπάρχουν γεωγραφικές δυσκολίες

«Από τα τέσσερα κριτήρια είναι υποχρεωτικό να τηρεί κάποιος το υψόμετρο μαζί με την κλίση. Δύο προϋποθέσεις αρκούν για να πιστοποιηθεί κάποιος αμπελώνας. Για παράδειγμα, το μικρό νησί μπορεί να μην έχει το υψόμετρο, όμως έχει συνήθως την κλίση και τις πεζούλες. Το υψόμετρο από μόνο του δεν φτάνει» διευκρινίζει στην kathimerini η Θεοδώρα Ρούβαλη, οινοποιός, αμπελουργός, ιδιοκτήτρια των Κρασιών Ρούβαλη, του πρώτου πιστοποιημένου ηρωικού οινοποιείου στην Ελλάδα.

«Όλα αυτά τα κριτήρια δυσκολεύουν αυτομάτως το κομμάτι της διαλογής των σταφυλιών όπως επίσης και της επεξεργασίας του αμπελώνα, καθώς όλα γίνονται χειρωνακτικά. Είναι κάτι που απαιτεί κόπο, μόχθο, μεγάλο εργατικό κόστος. Άρα τα κρασιά τα οποία προέρχονται από αυτού του είδους την αμπελουργία είναι κρασιά με υψηλό κόστος παραγωγής. Είναι κάτι πολύ artisanal» σημειώνει ο βραβευμένος σομελιέ, Αρης Σκλαβενίτης.

Η ηρωική αμπελουργία είναι ένας όρος που παγίωσε το Κέντρο Ερευνας, Μελέτης και Ανάδειξης της Ορεινής Αμπελουργίας (Cervim), ένας διεθνής οργανισμός που δημιουργήθηκε το 1987, με στόχο την ανάδειξη, την ενίσχυση, την προώθηση και την προστασία αυτού του είδους του αμπελιού.

Και εφόσον η πιστοποίηση προκύπτει μόνον μέσω του ιταλικού αυτού φορέα, σημειώνει η κ. Ρούβαλη, δεν συνδέεται άμεσα με κάποια επιδότηση στην Ελλάδα.

Ηρωικός κλήρος

Για τον κ. Καργιωτάκη, το αμπέλι δεν είναι μόνο ασχολία, είναι παράδοση ταυτισμένη με τον τόπο, ένα βίωμα βαθιά προσωπικό.

«Εγώ γεννήθηκα μες στ’ αμπέλι. Αλλά το αμπέλι δεν ήταν κάτι προσοδοφόρο για εμάς, δεν ζούσαμε απ’ αυτό. Ο κλήρος ήταν ελάχιστος σε όλες τις οικογένειες του χωριού μου. Ηταν ένας υπέροχος αμπελώνας με τον οποίο καταγίνονταν όλοι, γενιά τη γενιά. Μαζεύαμε το χώμα πάνω στην ξερολιθιά, φτιάχναμε την κάθε πεζούλα με δυο μέτρα πλάτος και συνεχίζαμε προς τα πάνω. Είχαμε μισό στρέμμα εδώ, άλλο μισό πιο κάτω, όλα αυτά σε αναβαθμίδες. Η δουλειά ήταν δύσκολη, αλλά ήταν δύσκολη για όλους. Σκάβαμε με το σκαπέτι, κλαδεύαμε όλη η εργασία γινόταν με τα χέρια. Σιγά σιγά τα εγκατέλειψαν όλοι, πολλοί έφυγαν, εγώ έμεινα» περιγράφει ο κ. Καργιωτάκης.

Κάποτε το χωριό του, το Μαρμακέτο, είχε 350 κατοίκους. Τώρα έχουν μείνει καμιά δεκαπενταριά, λέει. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος θέλησε να κρατήσει τον γονικό κλήρο. «Τον καλλιεργούμε σαν ένα μνημόσυνο στους γονείς μας, για τίποτα άλλο» λέει.

Ένα κομμάτι από τα αμπέλια του Βασίλη Καργιωτάκη με φόντο τα χιονισμένα λασιθιώτικα βουνά. – Φωτ.: Βασίλης Καργιωτάκης

«Συνέχισα να τον καλλιεργώ και να τον επεκτείνω, καταλαμβάνοντας, απαλλοτριώνοντας τα διπλανά χέρσα αμπέλια, πάντα με το θάρρος όμως πως, αν κάποιος ερχόταν κάποια στιγμή να το διεκδικήσει, θα του το έδινα. Έτσι κατάφερα να δημιουργήσω μια έκταση περίπου πέντε έξι στρέμματα» εξηγεί.

Δίπλα στον αμπελώνα του βρίσκεται το σπήλαιο Κρόνιο που ιστορείται από τους προμινωικούς χρόνους. Ακόμα, στέκονται κοντά και οι ανεμόμυλοι, εμβληματικό τοπόσημο του οροπεδίου Λασιθίου, που φτιάχτηκαν το 1870. Εγκαταλείφθηκαν, δυστυχώς, και εκείνοι καθώς δεν υπήρχε επαρκές αιολικό φορτίο για να λειτουργήσουν.

«Το χωριό είναι σε υψόμετρο 890 μέτρων. Η κάτω αναβαθμίδα του αμπελιού μου είναι στα 900 μέτρα και η πιο πάνω στα 1.000-1.050 μέτρα. Η αναπαλαίωση του αμπελιού ή ο πολλαπλασιασμός του γίνεται με καταβολάδες (σ.σ. μέθοδος φύτευσης, όπου φυτεύεται ένας βλαστός στο χώμα χωρίς να αποκοπεί από το αρχικό φυτό και όταν ξεκινήσει να αναπτύσσει ριζικό σύστημα και να «αυτονομείται», κόβεται από το φυτό-«μαμά»). Έχουμε πολύ παλιές κουρμούλες (σ.σ. κλήματα) στο χωράφι. Έχουμε κουρμούλα που μου έχουν πει πως είναι άνω των 150 χρόνων. Από μισό στρέμμα βγάζουμε 200-250 λίτρα κρασί και 250 ρακή και έτσι συντηρούμε το σπίτι μας» λέει ο ίδιος.

Από την άλλη, οι διάσπαρτοι κλήροι, φυτεμένοι σε αναβαθμίδες της οικογένειας Ρούβαλη, είναι όλοι ορεινοί. «Ο πατέρας μου, Άγγελος, από το 1990 που ξεκίνησε, είχε στόχο τα ορεινά αμπέλια και συνεργάστηκε αποκλειστικά με αμπελουργούς ορεινών περιοχών», λέει η κόρη του, Θεοδώρα, οινολόγος η ίδια και με επαγγελματική εμπειρία στα οινικά «τοτέμ» του κόσμου, από τη Βουργουνδία και το Μπορντό έως τη Χιλή και τη Νέα Ζηλανδία.

«Επειδή στα ορεινά έχουμε 7 βαθμούς διαφορά θερμοκρασίας με το επίπεδο της θάλασσας, είναι σαν να βρισκόμαστε σε βόρειο κλίμα. Για το αμπέλι το ψυχρό κλίμα είναι μεγάλο πλεονέκτημα γι’ αυτό και υπάρχει και η ορολογία cool climate wine, καθώς με το δροσερό κλίμα δεν ”καίγονται” οι οξύτητες και διατηρείται η φρεσκάδα. Δεν καταστρέφονται τα αρώματα, έχουμε πιο φρέσκα φρουτώδη κρασιά» εξηγεί.

Μάλιστα, όπως λέει, τα ορεινά αμπέλια έχουν σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των πεδινών, καθώς αντέχουν περισσότερο στην κλιματική κρίση. «Παρατηρούμε δείγματα κλιματικής κρίσης, τα οποία δεν εκδηλώνονται τόσο σοβαρά στα ορεινά όσο στα πεδινά. Σιγά σιγά βλέπουμε πως και τα μεγάλα οινοποιεία του κόσμου ξεκινούν και μεταφέρονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα στο πλαίσιο αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων» σημειώνει.

«Στην Αιγιάλεια, κοντά στη θάλασσα υπάρχουν μόνο πορτοκαλιές και λεμονιές, μέχρι τα 500 μέτρα είναι η ελιά, από τα 500 μέτρα έως τα 1.100 (το μεγαλύτερο υψόμετρο) είναι το αμπέλι. Οπότε, όλη η αμπελουργία της Αιγιάλειας, μια μεγάλη ζώνη 50.000 στρέμματα αμπελώνων, είναι όλη ορεινή αμπελουργία. Εδώ η ορεινή αμπελουργία είναι μακρά παράδοση, δεν την ”μάθαμε” από τον Cervim. Γι’ αυτό και αντέχει τόσα χρόνια σε τόσο δύσκολες συνθήκες οικονομικές –και όχι μόνο αυτή– η καλλιέργεια» εξηγεί η κ. Ρούβαλη.

Το «ηρωικό» κρασί

Όμως, ως προϊόν διαφορετικής καλλιέργειας που περιλαμβάνει περισσότερη ανθρώπινη εμπλοκή και προσωπική φροντίδα, κατά πόσο διαφέρει το κρασί αυτό σε ποιότητα, γεύση και τιμή από τα άλλα συμβατικών εσοδειών;

«Όταν κάτι γίνεται χειρωνακτικά και κάποιος πρέπει να μπει μέσα στον αμπελώνα, αυτό σημαίνει πως περνάει περισσότερες φορές από τα αμπέλια και τους δίνει μεγαλύτερη προσοχή -από το να προλάβει μία ασθένεια έως το να φροντίσει άμεσα κάτι που χρειάζεται το κλήμα» σημειώνει ο κ. Σκλαβενίτης. «Οπότε, μια τέτοιου είδους αγροτοκαλλιέργεια δίνει έναν έξτρα σεβασμό στο αμπέλι και παράγει μια καλύτερη πρώτη ύλη. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τη μία αμπελουργία με την άλλη γιατί όλα εξαρτώνται και από τον παραγωγό. Όμως, όσο πιο πολύ ασχολείσαι με κάτι, τόσο πιο εκλεκτικό θα γίνει».

Κάποιες από τις κουρμούλες των αμπελώνων του κ. Καργιωτάκη είναι πολύ παλιές, ηλικίας έως και 150 χρόνων, σύμφωνα με τις προφορικές μαρτυρίες των ντόπιων. – Φωτ.: Βασίλης Καργιωτάκης

«Σίγουρα διαφέρει ποιοτικά» επιβεβαιώνει η πλέον ειδική, κ. Ρούβαλη. «Είναι όλα χειρωνακτικά. Η φροντίδα στο κλήμα βγαίνει στο κρασί».

«Εκτός από το ψυχρό κλίμα στα ορεινά στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, η κλίση επηρεάζει πολύ το νερό, κάνοντας πιο συμπυκνωμένα τα σταφύλια και καλύτερη τη συμπύκνωση στο κρασί. Κάτι άλλο βασικό είναι πως σπάνια χρειάζεται φυτοπροστασία. Επειδή στα ορεινά συνήθως έχουμε ισχυρούς ανέμους, και ειδικά εδώ στην Αιγιάλεια διαρκή ρεύματα αέρα λόγω του Κορινθιακού κόλπου, δεν δημιουργούνται οι ασθένειες του αμπελιού, οπότε δεν χρειάζονται τα ραντίσματα. Γι’ αυτό και, συνήθως, είναι περισσότερο βιολογικές οι ορεινές καλλιέργειες» διευκρινίζει, αναφερόμενη στις διαφορές του ηρωικού αμπελιού σε σχέση με μια συμβατική, πεδινή καλλιέργεια.

Ακριβώς λόγω της προσωπικής φροντίδας των φυτών και των καρπών τους, ο κ. Καργιωτάκης δεν χρησιμοποιεί θειώδη στην οινοποίηση. «Όταν το είπα σε φίλους, αμπελουργούς και οινολόγους, μου είπαν πως έχω αυτό το περιθώριο, επειδή τρυγάω με το χέρι. Κάνω επιλογή σταφυλιών, μαζεύω τα καλύτερα σταφύλια, αυτά που δεν έχουν μέσα σάπια ή μη γινωμένη ρώγα».

Αναφερόμενη στην τιμή, η κ. Ρούβαλη επισημαίνει πως μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί εφικτή η αξία αυτών των κρασιών να περάσει στο τελικό προϊόν. «Δεν έχουμε καταφέρει να ξεχωρίζουν αυτά τα κρασιά από άποψη τιμής. Ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος. Και παρότι η ηρωική αμπελουργία έχει αρχίσει να ακούγεται τα τελευταία χρόνια, δεν είναι γνωστή ακόμα. Προσώρας, δεν έχει καταστεί εφικτό με την πιστοποίηση να πετύχουμε υψηλότερες τιμές στο ράφι».

«Στην Αιγιάλεια κοντά στη θάλασσα υπάρχουν μόνο πορτοκαλιές και λεμονιές, μέχρι τα 500 μέτρα είναι η ελιά, από τα 500 μέτρα έως τα 1.100 (το μεγαλύτερο υψόμετρο) είναι το αμπέλι. Κι όχι οροπέδιο, πλαγιές. Οπότε, όλη η αμπελουργία της Αιγιάλειας, μια μεγάλη ζώνη 50.000 στρέμματα αμπελώνων, είναι όλη ορεινή αμπελουργία»  Φωτ.: Θεοδώρα Ρούβαρη

Οπως, πάντως, επισημαίνει ο κ. Σκλαβενίτης, η τιμή ενός κρασιού έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες. Από το κόστος της εμφιάλωσης (π.χ. την τιμή της ίδιας της φιάλης, της ετικέτας, του καψυλίου ή του φελλού), μέχρι την ποιότητα των σταφυλιών και τη διαδικασία παραγωγής (π.χ. αν προέρχεται από δεύτερης διαλογής μούστο ή πόσες πιέσεις θα υποστεί κατά την αντίστοιχη διαδικασία).

Απαισιοδοξία

Αμφότεροι οι ηρωικοί αμπελουργοί που μίλησαν στην kathimerini, όμως, αναφέρονται τόσο στις δυσκολίες του συγκεκριμένου πεδίου, όσο και στην ανάγκη στήριξης του τομέα από την περιφερειακή και την κεντρική εξουσία.

«Τα χαρακτηριστικά αυτών των καλλιεργειών προκαλούν πολλές δυσκολίες: Είναι οι γεωγραφικές συνθήκες που δημιουργούν εμπόδια στη μηχανοποίηση, καθώς δεν είναι εύκολο κάποιος να καλλιεργήσει με τρακτέρ, οπότε γίνονται όλα χειρωνακτικά και με πολύ σκληρή εργασία. Πρόκειται για μικρούς αμπελώνες, μεμονωμένους, διάσπαρτους, χωρίς εδαφική συνέχεια και συχνά, επειδή βρίσκονται σε βουνά, και σε πολύ μακρινές αποστάσεις ο ένας από τον άλλον. Τους διαχειρίζονται μικρές γεωργικές επιχειρήσεις που δεν είναι βιώσιμες από μόνες τους, με αποτέλεσμα οι γεωργοί να συμπληρώνουν το εισόδημά τους με άλλες δραστηριότητες. Και βέβαια οι κλιματικές συνθήκες που δεν είναι πάντα οι βέλτιστες. Πολλές φορές υπάρχει έλλειψη νερού, άλλες περισσότερες χαλαζοπτώσεις» εξηγεί η κ. Ρούβαλη, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως έχει εγκαταλειφθεί πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι ορεινών αμπελώνων στην Ελλάδα.

«Η Αιγιάλεια το διατηρεί λόγω της πολύ μακράς παράδοσης. Θεωρώ πως οι αμπελουργοί δεν το κάνουν συνειδητά, απλώς έτσι γινόταν πάντα. Όταν, όμως, αρχίζουν και συναντούν τόσες δυσκολίες, είναι θέμα το μέχρι πότε. Προς το παρόν, ακόμα αντέχουν. Αύριο, η επόμενη γενιά, δεν ξέρω κατά πόσο θα ακολουθήσει» επισημαίνει η κ. Ρούβαλη, που τονίζει πως αυτό που λείπει είναι «μια συνολική στρατηγική για την ανάπτυξη της ορεινής υπαίθρου».

«Πρέπει με κάποιο τρόπο να διατηρηθεί ο κοινωνικός και πολιτιστικός ιστός στις περιοχές αυτές, να συνδεθεί με άλλες δραστηριότητες, όπως ο οινοτουρισμός. Επίσης, εδώ στην Αιγιάλεια έχουμε τόσους αμπελουργούς που θέλουν να καλλιεργήσουν, ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες και με τέτοιες δυσκολίες, και δεν παίρνουν άδεια για να το κάνουν ή να αναδιαρθρώσουν αμπελώνες» λέει.

Στο ίδιο μήκος κύματος ο κ. Καργιωτάκης δηλώνει απαισιόδοξος για το ότι το αμπέλι μπορεί να ανακτήσει τη χαμένη δόξα του.

«Η ηρωική αμπελουργία θέλει πολύ κόσμο. Επειδή έχει πολλή χειρωνακτική εργασία, θέλει πάρα πολλούς εργάτες. Κάποτε όλο το χωριό ήταν εργάτες» περιγράφει. «Παιδιά, γυναίκες, παππούδες, όλοι πήγαιναν στ’ αμπέλι. Τώρα, όλοι έχουν φύγει και οι καλλιέργειες δεν έχουν έσοδο».

Αγάπη και μεράκι

Παρ’ όλα αυτά, και η κ. Ρούβαλη και ο κ. Καργιωτάκης παραδέχονται πως, κόντρα στις δυσκολίες του αντικειμένου και τις εξωγενείς, διατηρούν τους αμπελώνες τους λόγω της παράδοσης, αλλά και από προσωπική αγάπη και μεράκι για το κρασί.

«Για εμάς το κίνητρο ήταν ποιοτικό, ρομαντικό, είναι το ίδιο το κρασί. Για έναν αμπελουργό, όμως, που δεν το βλέπει έτσι, δεν είναι απαραίτητο πως θα συνεχίσει. Είτε αυτός είτε η επόμενη γενιά» σημειώνει η κ. Ρούβαλη.

Χειρωνακτική εργασία από τη φύτευση, τη φροντίδα έως τη διαλογή των καρπών. – Φωτ.: Βασίλης Καργιωτάκης

«Είμαι αμπελουργός από κληρονομικότητα» δηλώνει με τη σειρά του ο κ. Καργιωτάκης. «Η πιο δύσκολη μέρα του χωριάτη είναι η σκόλη, όμως εμείς πάμε στα αμπέλια και περνάει η ώρα μας. Εμείς στο χωριό δεν μπορούμε να πούμε πως μπορούμε να κάνουμε το ένα αλλά όχι το άλλο. Για να ζήσεις πρέπει να ’χεις τις πατάτες, τα κρομμύδια σου, το πρόβατό σου. Παλιότερα είχαμε και χοίρο που σφάζαμε τα Χριστούγεννα για το κρέας, το λίπος του κ.ο.κ. Ετσι πρέπει να έχουμε και το κρασί μας. Για να πίνουμε εμείς και να κερνάμε τους φίλους μας που έρχονται. Το αμπέλι είναι το σπίτι μου, η ζωή μου».

Κατερίνα Αγριμανάκη

Φωτογραφία – Θεοδώρα Ρούβαλη – kathimerini.gr



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ