ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Βίκυ Μοσχολιού – Μίμης Δομάζος: Η άμαθη πιτσιρίκα, η γρουσουζιά με την βέρα και το αγόρι που έχασαν νωρίς

Στις 16 Αυγούστου 2005, η Βίκυ Μοσχολιού έφυγε. Το «ακριβό βιολοντσέλο» της ελληνικής μουσικής» -όπως την έλεγε ο Χατζιδάκις- σίγησε για πάντα.

Έμεινε πίσω ο έρωτας στους στίχους που ακούμπησε η φωνή της. Έρωτας παθιασμένος, ειλικρινής και γενναίος, στιλπνός «σαν ξενοιασιά εκδρομής». Έτσι τον τραγούδησε και έτσι τον έζησε.

«Το φθινόπωρο του ’63 η Βίκυ επέστρεψε στην «Τριάνα» για τη χειμερινή σεζόν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Γιώργο Ζαμπέτα». Γράφει η φίλη και έμπιστή της Αρετή Γκόρντον, στο βιβλίο «Θυμάμαι την Βίκυ Μοσχολιού». «Εκείνη την εποχή μπήκε στη ζωή της ο Δομάζος».

Μόλις 21 χρονών ο Μίμης Δομάζος ήταν το ίνδαλμα των φιλάθλων του Παναθηναϊκού . Ένα εξαιρετικό ταλέντο, που είχε καταπλήξει τους πάντες. Δυνατός, όμορφος, γόης και bon vivant.

Τη Μοσχολιού, που δεν είχε κλείσει ακόμα τα 20, λίγοι την ήξεραν. Δεν είχε ακόμα δισκογραφία.

Η γνωριμία της Βίκυς με τον Μίμη

«Πήγαν στο μαγαζί μαζί με τον Παπαεμμανουήλ, τον Βαγγέλη Πανάκη, τον Λινοξυλάκη, τα μεγάλα αστέρια της χρυσής εποχής του Παναθηναϊκού και της ζήτησαν να τους κάνει παρέα. Όχι φυσικά για κονσομασιόν! Αυτή ήταν η πρώτη τους γνωριμία. Δυό μέρες αργότερα ξανάρθε ο Μίμης με δυό φίλους του….».

Τη συνάντησή τους, θα περιέγραφε χρόνια αργότερα η ίδια η Βίκυ, στην Έλενα Ακρίτα, στην εκπομπή «Φώτα Πορείας». «Εγώ ήθελα να πάω να του μιλήσω, αλλά ντρεπόμουν. Στο πρόγραμμά μας ήταν δύο κορίτσια, οι αδερφές Γεωργούλη, που ήταν πολύ πιο θαρραλέες από μένα. Τις πιάνω και τους λέω ότι και εγώ θέλω να κατέβω στο τραπέζι του Μίμη.

“Θα κάνω πως πάω αλλού και όταν είμαι κοντά στο τραπέζι σας, θα με φωνάξετε στην παρέα σας”. Έλα όμως που δεν με φωνάζουν και αναγκάζομαι να βγω έξω από το μαγαζί! Μπαίνοντας ξανά στο μαγαζί, επιτέλους με φώναξαν τα κορίτσια να πάω να κάτσω. Ο Μίμης εμένα ήθελε. Είχε καταλάβει τι είχε γίνει και γέλαγε. Από εκεί και πέρα ερχόταν τακτικά στην «Τριάνα».

Και η Βίκυ -πιτσιρίκα, άμαθη, και βαθιά ερωτευμένη- όποτε τον έβλεπε, τα έχανε. Μια βραδιά, λένε, τη σήκωσε ο Ζαμπέτας να τραγουδήσει τα «Παιδιά του Πειραιά». Σηκώθηκε, έστησε το μικρόφωνο και πάνω που άρχισε να τραγουδάει, να και ο Δομάζος στην πόρτα, να την κοιτάει. Ντράπηκε. «Γιώργο, θα καθίσω» είπε στον Ζαμπέτα κι εκείνος της απάντησε: «Άντε με τον μπαλαδόρο σου, άντε τραγούδα!».

Τον άκουσε. Σε λίγους μήνες, θα έκανε το «ντεμπούτο» της, στην ταινία «Λόλα», τραγουδώντας το «Χάθηκε το φεγγάρι», των Ξαρχάκου – Γκούφα. Ο κόσμος θα μάθαινε το όνομά της και θα την χειροκροτούσε ενθουσιασμένος μες στα συνοικιακά σινεμά. Η καριέρα της, απογειωνόταν.

Βίκυ Μοσχολιού : Ο γάμος της, ο κόσμος και η βέρα που χάθηκε

Η Βίκυ Μοσχολιού και ο Μίμης Δομάζος παντρεύτηκαν το ’66. Παρότι το σπίτι που έχτιζαν στο Λυκαβηττό, δεν ήταν ακόμα έτοιμο.

Η είδηση, έγινε πρώτο θέμα στις κοσμικές στήλες εφημερίδων και περιοδικών. Για μήνες ασχολούνταν  με τις λεπτομέρειες της προετοιμασίας του ζευγαριού. Με εξαίρεση την Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ, η Μοσχολιού και ο Δομάζος ήταν τότε τα μεγαλύτερα λαϊκά είδωλα. Όλοι ήθελαν μερίδιο από τη λάμψη, τον έρωτα, τη χαρά τους.

Με έξαψη, σχεδόν, οι αναγνώστριες μάθαιναν πως τo νυφικό της Βίκυς θα ήταν δώρο του περιοδικού «ΝΤΟΜΙΝΟ».

Και ξαφνικά, μια πολιτική τραγωδία: το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο γάμος είχε προγραμματιστεί για τον Μάιο, αλλά το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, ήταν βαρύ. Η χώρα ολόκληρη στον «γύψο». Λέγεται, πως όταν η Βίκυ άκουσε ότι η Χούντα θα απαγόρευε τις συγκεντρώσεις, αναρωτήθηκε με αφέλεια «Καλά, εγώ πώς θα παντρευτώ;».

Παρ’όλα αυτά, ο πιο κοσμικός γάμος της χρονιάς έγινε την Πρωτομαγιά του 1967, στην Μητρόπολη Αθηνών. Κουμπάρος ήταν ο Τάκης Β.Λαμπρόπουλος, το μεγάλο «αφεντικό» της COLUMBIA. Όπως αποδείχτηκε, η Βίκυ είχε δίκιο να ανησυχεί.

Ώρες πριν ξεκινήσει το μυστήριο, πάνω από 30.000 άνθρωποι -δημοσιογράφοι, θαυμαστές, περίεργοι- κατέκλυσαν την περιοχή, από το Σύνταγμα ως τη Μητρόπολη.

Ανήσυχος μήπως η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου, ο παπάς τηλεφώνησε στη Βίκυ Μοσχολιού και στον Μίμη Δομάζο και τους παρακάλεσε να κάνουν το μυστήριο νωρίτερα. Στις 6, αντί για τις 8, όπως ήταν προγραμματισμένο- αλλά η νύφη δεν ήταν ακόμα έτοιμη. Τελικά, ο γάμος δεν έγινε ούτε στις 8, μιας και η Βίκυ Μοσχολιού δεν μπορούσε να βγει από το αυτοκίνητο που ήταν περικυκλωμένο ασφυκτικά, από κόσμο.

Στη “μαύρη” αγορά οι μπομπονιέρες

Ήταν τέτοιο το πλήθος, που παραλίγο νύφη και γαμπρός να μην … συναντηθούν. Όταν πλησίασε τον Μίμη -θα διηγούνταν, αργότερα, η Βίκυ Μοσχολιού- το «κύμα» που είχε δημιουργήσει η λαοθάλασσα, πήγαινε εκείνη από την μια μεριά και τον Δομάζο από την άλλη.

Ευτυχώς, βρέθηκε δίπλα της ένας φίλος της παλαιστής, ο οποίος της άνοιξε το δρόμο και την πήγε σχεδόν σηκωτή στην εκκλησία, όπου επικρατούσε το αδιαχώρητο.

Ο κόσμος, στριμωχνόταν, ανέβαινε σε καρέκλες, άνθρωποι κρέμονταν σαν τσαμπιά, από τον γυναικωνίτη, προκειμένου να δουν τη νύφη. Το ζευγάρι, κλήθηκε αργότερα να πληρώσει πάνω από 15.000 δραχμές, ώστε να αποκατασταθούν οι ζημιές που έγιναν στον ναό.

Από το πολύ σπρώξιμο, στη διάρκεια του μυστηρίου, η Βίκυ έχασε τη βέρα της -γεγονός που, όταν μαθεύτηκε, θεωρήθηκε μεγάλη γρουσουζιά. Ευτυχώς, την επόμενη μέρα, κάποιος την βρήκε και της την επέστρεψε.

Όπως είναι ευνόητο, οι 7.000 μπομπονιέρες -λευκές, χαριτωμένες, με ένα κλειδί του σολ και ένα τριφύλλι -δεν έφταναν για όλους. Στο τέλος, τα κορίτσια που τις μοίραζαν, αναγκάστηκαν να αρχίσουν να τις πετάνε στον αέρα. Για να γλιτώσουν από την μανία του πλήθους. Από την επόμενη ημέρα κιόλας κάποιες πουλιούνταν στο Μοναστηράκι, στη μαύρη αγορά, σε εξωφρενικές τιμές.

Το γλέντι του γάμου, έγινε στα «Δειλινά», το νυχτερινό κέντρο που τραγουδούσε η νύφη και κράτησε ως το πρωί.

#pgnews




ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ