Το θέμα του κόστους των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων και ειδικότερα η δυνατότητα μείωσης των τιμών, αναμένεται να εξεταστεί σήμερα σε ευρεία κυβερνητική σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου. Στη συνεδρίαση θα συμμετάσχει ο αρμόδιος υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, αλλά και εκπρόσωποι των ακτοπλόων, προκειμένου να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους.
Το κόστος μετακίνησης με την ακτοπλοΐα στα νησιά για μία μέση ελληνική οικογένεια είναι δυσβάστακτο, εξαιτίας των πανάκριβων εισιτηρίων, με αποτέλεσμα αρκετοί να είναι αυτοί που ματαιώνουν τις διακοπές τους ή αναζητούν προορισμούς, στους οποίους μπορούν να μεταφερθούν οδικώς και άρα τα έξοδα να είναι περισσότερο περιορισμένα.
Αν και οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων φέτος τον Αύγουστο σε σχέση με πέρυσι τον Αύγουστο παραμένουν στα ίδια επίπεδα, οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει κατά περίπου 40% εγείροντας το ερώτημα γιατί δεν έχουν αποκλιμακωθεί αντίστοιχα οι τιμές των εισιτηρίων.
Υπενθυμίζεται ότι την περσινή χρονιά, επικαλούμενες τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις ζημίες της πανδημίας, οι ακτοπλοϊκές εταιρείες προέβησαν σε τρεις διαδοχικές αυξήσεις των ναύλων.
Η πρώτη είχε γίνει τον Απρίλιο του 2022 και ήταν η πιο «σκληρή», καθώς ανέβασε έως και κατά 12% την τιμή των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων. Ακολούθησε ένας δεύτερος γύρος αυξήσεων, στις 15 Ιουνίου του 2022, κατά 5% έως και κατά 10%. Η τρίτη, «φαρμακερή» αύξηση έγινε τον Ιούλιο του 2022, με τις ακτοπλοϊκές να βάζουν ένα ακόμη «καπέλο», της τάξης του 4% – 8%, στα εισιτήρια. Συνολικά την περασμένη χρονιά τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια αυξήθηκαν κατά 34%.
Τι λένε οι ακτοπλόοι
Σύμφωνα με πηγές του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), οι αυξήσεις των τιμών των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων κατά το 2021 και το πρώτο μισό του 2022, που διαμόρφωσαν τις τιμές στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα, κάλυψαν ένα ευρύτερο πακέτο αυξήσεων λειτουργικών εξόδων των ακτοπλοϊκών επιχειρήσεων που από το 2020 έως και το 2022 παρήγαγαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία λειτουργικές ζημίες. Αυτός είναι άλλωστε και ένας απ’ τους λόγους που επαπειλείται κατάρρευση της ΑΝΕΚ και δρομολογείται διάσωσή της διά απορρόφησης από άλλη ακτοπλοϊκή, εξηγούν.
Επιπλέον, η μείωση των διεθνών τιμών του πετρελαίου δεν έχει περάσει ολόκληρη στα ναυτιλιακά καύσιμα, εξηγούν από τον ΣΕΕΝ, καθώς τις τελευταίες έξι εβδομάδες άλλαξε ο τρόπος τιμολόγησής τους από τους προμηθευτές με αποτέλεσμα τη διάβρωση των περιθωρίων για μειώσεις. Συγκεκριμένα, στη HELLENiQ ENERGY (πρώην ΕΛΠΕ) στις αρχές Ιουνίου σταμάτησαν να χρησιμοποιούν ως δείκτη αναφοράς για την τιμολόγηση την τιμή του Marine Gas Oil (MGO) όπως αυτή διαμορφώνεται χρηματιστηριακά διεθνώς και έκτοτε χρησιμοποιούν ως δείκτη αναφοράς την τιμή του πετρελαίου Very Low Sulfur Oil (VLSO). Επί των δεικτών αυτών επιβάλλονται εκπτώσεις ή υπερτιμήματα και διαμορφώνεται η τελική τιμή των ναυτιλιακών καυσίμων της ακτοπλοΐας στην Ελλάδα. Στις αρχές Ιουνίου, οπότε και εφαρμόστηκε η νέα τιμολογιακή πολιτική, η αύξηση που αυτή επέφερε ήταν της τάξης των 80 δολαρίων, από τα 500 ευρώ δηλαδή ο τόνος στα 580 ευρώ. Hτοι αύξηση μεγαλύτερη του 15%.
Εκτός από το κόστος των τιμών των καυσίμων έχουν αυξηθεί ήδη κατά 9% οι μισθοί και έχει συμφωνηθεί να αυξηθούν κατά περαιτέρω 5% από το επόμενο έτος –συνολικά δηλαδή κατά 14% στην τριετία–, ενώ παράλληλα έχουν αυξηθεί κατά τουλάχιστον τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες (400 μονάδες βάσης) τα κόστη εξυπηρέτησης του δανεισμού λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων, προσθέτουν οι ακτοπλόοι. Και αυτό σε μία περίοδο κατά την οποία οι ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις είτε επενδύουν ήδη είτε καλούνται να επενδύσουν μεγάλα ποσά για τη μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος και τον εκσυγχρονισμό του στόλου, επισημαίνουν.
Όσον αφορά ποσό της τάξης των 50 εκατ. που εισέπραξαν οι ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κύκλοι του ΣΕΕΝ επισημαίνουν πως αυτά αφορούσαν δρομολόγια που δεν θα γίνονταν λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις αλλά πραγματοποιήθηκαν κατόπιν συμφωνίας με το υπουργείο Ναυτιλίας που επωμίστηκε το κόστος των καυσίμων εκείνων των δρομολογίων. Για τις δε άγονες γραμμές, η κατά περίπου 40 εκατ. αύξηση του ετήσιου προϋπολογισμού αφορά όχι υπάρχουσες συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας αλλά νέες άγονες γραμμές που προκηρύχθηκαν και για τις οποίες το ενδιαφέρον ήταν λίαν περιορισμένο. Σε κάθε περίπτωση, κυβέρνηση και ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις θα επιχειρήσουν να βρουν περιθώρια ώστε να καταστεί δυνατή η μείωση του κόστους των ακτοπλοϊκών μεταφορών ενόψει της κορύφωσης της θερινής περιόδου.