Η Μαρία αγόρασε μια ντουλάπα από πολυκατάστημα. Την τοποθέτησε στην κρεβατοκάμαρα, έλα όμως που έμενε δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό κι αυτά τα καινούργια γρήγορα τρένα περνούν και τραντάζεται ο τόπος. Έστησε την ντουλάπα αλλά μόλις πέρασε το πρώτο τρένο, τραντάχτηκε λίγο το σπίτι και πάρτην κάτω. Την ξαναστήνει και μόλις περνάει το επόμενο τρένο, η ντουλάπα ξαναχαλάει.
Τι να κάνει κι αυτή, τηλεφωνάει σε έναν μαραγκό ο οποίος έρχεται σε λίγη ώρα. Ξαναστήνει αυτός την ντουλάπα και μόλις περνάει το τρένο αυτή ξαναπέφτει. Κοιτάει ο άνθρωπος τις συνδέσεις, αν έχουν γίνει καλά, τις βίδες και λοιπά και την ξαναστήνει. Μόλις όμως περνάει το επόμενο τρένο πάλι διαλύεται. Οπότε λέει στην ιδιοκτήτρια πως απ’ έξω η ντουλάπα είναι μια χαρά και ίσως κάπου μέσα να έχει το πρόβλημα, κάνα καρφί που “παίζει”, καμιά χαλαρή επαφή ή κάτι τέτοιο. Της εξήγησε ότι θα μπει μέσα στην ντουλάπα να δει τι γίνεται όταν περνάει το τρένο, μπας και εντοπίσει το πρόβλημα. Όντως μπαίνει και περιμένει.
Εκείνη την ώρα μπαίνει στο σπίτι ο άντρας της Μαρίας. Πάει στην κρεβατοκάμαρα και βλέπει τη γυναίκα να κοιτάει την ντουλάπα με ανησυχία. Πάει προς τα κει παραξενεμένος. Αυτή αλαφιάζεται ξαφνικά.
– Όχι Μήτσο, δεν είναι αυτό που νομίζεις…
Αυτός ανοίγει αποφασιστικά την ντουλάπα και βλέπει μέσα τον μαραγκό.
-Τι κάνεις εσύ εδώ ρε αλήτη;
-Τώρα ρε φιλαράκι, αν σου πω ότι περιμένω να περάσει το τρένο, θα με πιστέψεις;