Γεύση - Ψυχαγωγία Δήμος Κισάμου ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Τα Φωτοπάπουδα στην Κίσαμο της δεκαετίας του ’50

«Σήμερα παιδιά θα ασχοληθούμε με τα μείγματα.

Κι ας πούμε πρώτα τον ορισμό του μείγματος:

“Μείγμα είναι το προϊόν της ανάμειξης χημικών στοιχείων ή ενώσεων, στο οποίο τα συστατικά δεν αποτελούν μεταξύ τους χημική ένωση όπως π.χ πυρίτιδα ή μπαρούτι”.

“Καταλάβατε την έννοια του μείγματος», ρώτησε στο μάθημα της Χημείας, ο Καθηγητής Πετράκης, καλή του ώρα, τους 92 μαθητές της 1ης τάξης του πάλαι ποτέ εξαταξίου Γυμνασίου Καστελλίου, κάπου εκεί στη δεκαετία του 50. Ένα μακρόσυρτο ναίαιαιαι γέμισε το χώρο της τάξης. Με την ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και με την ελπίδα ότι οι τότε χριστουγεννιάτικες διακοπές και ο νέος χρόνος , ξεκαθάρισαν τα μυαλά των μαθητών του, ζήτησε για επιβεβαίωση να ακούσει ένα παράδειγμα

Δειλά υψώθηκαν κάνα δυο χέρια, ενώ ένα τρίτο χέρι υψώθηκε μεσούρανα και όρθιος ο μαθητής- ο Πλούταρχος από τη Λίμνη Κισσάμου-προσπαθούσε φωναχτά να μιλήσει πρώτος.

-Εγώ Κύριε, εγώ Κύριε να πω.

Με μια μικρή δυσπιστία του δόθηκε ο λόγος.

Επιστράτευσε όλη τη δύναμη της φωνής του και είπε δυνατά ο   Πλούταρχος

«Τα φωτοπάπουδα κ. Καθηγητά».

Γέλια τρανταχτά πλημύρισαν την τεράστια αίθουσα.

Ο πανέξυπνος Πλούταρχος, διέβλεψε έγκαιρα το αναψοκοκίνισμα του Καθηγητή και την τιμωρία που θα ακολουθούσε, να γράψει δέκα φορές την έννοια του μείγματος με τα παραδείγματα του βιβλίου και βάλθηκε να πείσει με τις επεξηγήσεις του την ορθότητα του παραδείγματός του.

«Φωτοπάπουδα κύριε Καθηγητά είναι ένα φαγητό που φτιάχνει η μάνα μου  μια φορά το χρόνο την παραμονή του Αγιασμού, με πολύλογα σπόρια, δηλαδή, στάρι, φασόλια, μαναρόλια, ξενικόσταρα, ψαρές, ροβίθια, φακές και ότι άλλο σπορίσιμο έχει. Τα βράζει από βραδύς και τα τρώμε χωρίς λάδι την ημέρα των Φώτων. Απ΄ αυτά κύριε Καθηγητά ο πατέρας μου το πρωί που ξυπνάει δίδει πρώτα στα ζώα να φάνε και πηγαίνει στα χωράφια και πετάει μερικά για το καλό του χρόνου. Αυτά κύριε Καθηγητά δεν ενώνονται μεταξύ τους είναι όμως μείγμα, δεν είναι;»

Με ένα “Μπράβο Πλούταρχε”, ο καλός Καθηγητής, επιβράβευσε την απάντηση, περισσότερο συνεπαρμένος, από την πειστικότητα της ανάλυσης του εθίμου παρά από την ορθότητα του παραδείγματος.

Το έθιμο με τα φωτοπάπουδα, ίσως ακόμα να εξακολουθεί να τηρείται στα χωριά μας. Όμως τα μεγάλα ζωντανά (βόδια  και αλογοειδή), έχουν εξαφανιστεί. Τα χωράφια, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές των επαρχιών μας παραμένουν χέρσα. Τα μηχανοκίνητα μέσα, έχουν επικρατήσει στη ζωή των χωρικών μας. Η μηχανή όμως δεν θέλει φωτοπάπουδα και δεν κινείται στα επικλινή χωράφια. Θέλει σιάδες (ισώματα) και βενζίνη. Θέλει το χέρι συνέχεια στην τσέπη και δεν παρέχει ζεστασιά και ανταπόκριση, όπως τα ζωντανά.

Κι ο Ιερέας από το ένα χωριό στο άλλο, με αυτοκίνητο μετακινείται για να φωτίσει τη μέρα των Φωτών τα σπίτια. Δεν σέρνει μαζί του το γαϊδουράκι, ούτε και φιλεύεται με είδη του μαγατζέ για να φορτώσει στο υπομονετικό του ζώο. Παίρνει μόνο χρήματα και σπάνια βρίσκει μαγατζέδες για να ευλογήσει.

Να γυρίσουμε πίσω θα μου πείτε; Ασφαλώς όχι Αλλά ας μη μετατρέψουμε τη ζωή και την καρδιά μας κρύα και ψυχρή , όπως το ατσάλι και το σίδερο της μηχανής και ας μη χάσομε τα έθιμα που μας παρέδωσαν οι παλαιότεροί μας. Ας έχει και ο σημερινός Πλούταρχος κάτι για το μείγμα να πει και ας είναι και λιγότερα.

Όσο για τον Ιερέα, ας μείνει μόνο στη θύμησή μας το ευτράπελο του παλιού αγνού, μη δημοσίου υπαλλήλου Παπά του χωριού, που ‘θελε κρεμμύδια να του δώσουν από τις πλεξάνες που είδε να κρέμονται στο μαγατζέ του εργατικού και δουλευτή συγχωριανού του και κατά την ώρα που άγιαζε με το κλαδί το βασιλικό την αποθήκη έψαλε βιαστικά και έλεγε « Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε… Για δες κρομύδια ντάχετε και μεις διάλε τονα ντοχουμε… Η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησης…». Άλλες εποχές οι τοτινές καταλαβαίνω θα μου πείτε και άλλες οι σημερνές.

Θα συμφωνήσω μαζί σας αλλά δεν κρύβω τη μελαγχολία μου.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΤΣΑΚΗΣ

Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου ε.τ.



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ