ΑΡΘΡΑ - ΑΠΟΨΕΙΣ

Βασίλης Διγαλάκης : Τα Πανεπιστήμια, η αξιολόγηση και η ανάγκη για εξωστρέφεια!

Δύσκολα, ίσως, θα βρίσκαμε άλλον τομέα που να έχει επιτρέψει διαχρονικά και σε τέτοιο εύρος να του ασκηθούν τόσες ανακόλουθες παρεμβάσεις, μικροπολιτικές σκοπιμότητες, προχειρότητες και παλινωδίες, όσο αυτός της Παιδείας και ακόμα πιο συγκεκριμένα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Κι αυτό, παρ΄ όλο που στο μόλις πρόσφατο παρελθόν ο χώρος της Παιδείας έτυχε πρωτόγνωρης κοινοβουλευτικής και πολιτικής συναίνεσης με τον νόμο 4009/2011. Η συντελούμενη οικονομική και πολιτική κρίση δυσχέρανε τη λειτουργία των ιδρυμάτων, ούτως ή άλλως, αλλά η διακυβέρνηση που ακολούθησε από το ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ ακύρωσε κάθε προσπάθεια ανάταξης και υπονόμευσε συστηματικά τα περιθώρια ανάπτυξης και παραγωγικότητας αυτού του τομέα. Τα Ανώτατα Ιδρύματα της χώρας ταλανίζονται από την ανυπαρξία στρατηγικού σχεδιασμού, την υποχρηματοδότηση, την εσωστρέφεια και την απουσία πρωτοβουλίας και αυτοδιοίκησης. Οι κατευθύνσεις που οφείλουμε να πάρουμε, αν επιθυμούμε αλλαγή του τοπίου, είναι πρωτίστως σχετιζόμενες με την έννοια της αξιολόγησης, της ενίσχυσης του αυτοδιοίκητου και της εξωστρέφειας των ανώτατων εκπαιδευτικών μας ιδρυμάτων.

Είθισται, στην καθ’ ημάς πραγματικότητα, να ενεργοποιούνται φοβικά αντανακλαστικά στο άκουσμα της έννοιας της αξιολόγησης. Παραβλέπουμε ότι η αξιολόγηση δεν έχει επί της ουσίας καμία σχέση με ελεγκτικούς και τιμωρητικούς μηχανισμούς. Αυτή είναι μια παρωχημένη αντίληψη και δεν τη συναντάμε σε κανένα από τα ευνομούμενα σύγχρονα κράτη. Η αξιολόγηση είναι προπάντων ένα εργαλείο, ένας δείκτης για το που βρισκόμαστε και το που μπορούμε να πάμε. Και είναι και υποχρέωση απέναντι στον πολίτη που μας χρηματοδοτεί να ξέρει τι υπηρεσίες λαμβάνει. Ακόμα κι αν εμείς επιλέξουμε να εθελοτυφλούμε σε σχέση με την κατάσταση και την ποιότητα των Ιδρυμάτων μας, να είμαστε σίγουροι ότι και πάλι δε θα αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε αξιολογικά κριτήρια εφόσον κρινόμαστε ευρύτερα από την εκτός συνόρων ακαδημαϊκή κοινότητα και εφόσον επιθυμούμε να διαθέτουμε ανταγωνιστικά πτυχία και υψηλής ποιότητας τίτλους σπουδών. Η ΑΔΙΠ – η Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση – έχει πολύ σοβαρό ρόλο ως προς την επίτευξη των παραπάνω. Ωστόσο, η απελθούσα κυβέρνηση απαξίωσε την ΑΔΙΠ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κ. Γαβρόγλου δεν ζήτησε καν αξιολογήσεις από την ΑΔΙΠ, προκειμένου να προχωρήσει στις συγχωνεύσεις Πανεπιστημίων – ΤΕΙ, αποφεύγοντας να εφαρμόσει ακόμα και προβλέψεις του δικού του νόμου. Στόχος μας είναι, όχι μόνο η ενίσχυση, αλλά και η αναβάθμιση της ΑΔΙΠ, ώστε να ελέγχεται αποτελεσματικά η ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης και να πιστοποιούνται με εγκυρότητα τα ακαδημαϊκά προγράμματα των Ιδρυμάτων.

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε όμως για την ανάπτυξη των Πανεπιστημίων, χωρίς να συνυπολογίσουμε την καθοριστική αξία της ενίσχυσης του αυτοδιοίκητου. Είναι προϋπόθεση, ώστε το νέο θεσμικό πλαίσιο να είναι λειτουργικό και να αποδώσει. Ο νέος νόμος – Πλαίσιο θα πρέπει να λάβει υπόψιν του ότι τα Πανεπιστήμια χρειάζονται την απαιτούμενη ευελιξία, προκειμένου να ανταποκριθούν στις σημερινές προκλήσεις. Μόνο εάν τα Πανεπιστήμια απελευθερωθούν από την ασφυκτική εξάρτηση στην οποία τα υποβάλλει η πολιτική ηγεσία και το Υπουργείο Παιδείας, θα είναι σε θέση κι αυτά με τη σειρά τους να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί. Θα μπορούν, δηλαδή, να έχουν την ελευθερία να καθορίζουν τα δικά τους ακαδημαϊκά κριτήρια, γνωρίζοντας ασφαλώς ότι θα αξιολογηθούν αυστηρά γι’ αυτά. Το νομοθέτημα που αφορά στα παραπάνω πρέπει να είναι όσο το δυνατόν λιτό και συμπαγές χωρίς υπερ-ρυθμίσεις, που θα επέτρεπαν ενδεχομένως παρερμηνείες και ασάφειες. Συνακόλουθα, με το αυτοδιοίκητο θα αυξηθούν οι αρμοδιότητες των Ιδρυμάτων αλλά και οι διαδικασίες που θα ολοκληρώνονται εσωτερικά στα Πανεπιστήμια, μειώνοντας τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και την εμπλοκή του Υπουργείου.

Σ’ αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό πως η αύξηση των αρμοδιοτήτων και η διεύρυνση του αυτοδιοίκητου επιβάλλει την καθιέρωση θεσμικών αντίβαρων (checks and balances) που θα ελέγχουν και θα αποτρέπουν φαινόμενα κακοδιαχείρισης. Ένα τέτοιο είναι το όργανο του Συμβουλίου του Ιδρύματος, που με σαφή διαχωρισμό αρμοδιοτήτων σε σχέση με την Πρυτανική Αρχή και τη Σύγκλητο, επιτελεί εποπτικό-ελεγκτικό ρόλο ενισχύοντας το αυτοδιοίκητο των ΑΕΙ. Κι εδώ ακριβώς θα ήθελα να κάνω ειδική αναφορά στην πρώτη απόπειρα λειτουργίας των Συμβουλίων στα πλαίσια της εφαρμογής του νόμου 4009, που βέβαια διακόπηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Τα συμβούλια αυτά είχαν προσελκύσει, για να τα απαρτίσουν, λαμπρούς Έλληνες ακαδημαϊκούς επιστήμονες από το εξωτερικό, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των Ιδρυμάτων με μόνο κίνητρο την ικανοποίηση από τη συμβολή τους στην αναβάθμιση του Ελληνικού Πανεπιστημίου. Οι άνθρωποι αυτοί προσεβλήθησαν και λοιδορήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση, εγκαταλείποντας απογοητευμένοι την προσπάθεια. Από τη θέση του υφυπουργού παιδείας, θεωρώ ότι η ελληνική Πολιτεία οφείλει να τους ευχαριστήσει και να τους ζητήσει συγγνώμη. Θα ήταν ένα πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης που δικαιολογημένα απωλέσθη. Οι άριστοι των αρίστων θα πρέπει αυτή τη φορά να αξιοποιηθούν σε εθνικό επίπεδο και να μας βοηθήσουν να διασφαλίσουμε αξιοκρατικές και αντικειμενικές διαδικασίες αξιολόγησης, να σχεδιάσουμε την εθνική στρατηγική για την εκπαίδευση και να συνδέσουμε τη χρηματοδότηση και με την αξιολόγηση.

Τέλος, απαραίτητο ζητούμενο είναι να αποκτήσει το ελληνικό Πανεπιστήμιο το χαρακτηριστικό της εξωστρέφειας. Τα Πανεπιστήμια οφείλουν να αναπτύξουν ξενόγλωσσα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα και να προσελκύσουν ξένους φοιτητές. Αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο ελάχιστα έχουμε επιδοθεί, αν και μπορεί να αποβεί πολλαπλά επωφελές για τα πανεπιστήμια αλλά και για τις περιοχές που τα φιλοξενούν. Θα ενισχύσει όχι απλώς τη βιωσιμότητα των Ιδρυμάτων, αλλά τη στέρεη ανάπτυξή τους, την ανταγωνιστικότητα και το κύρος τους. Η ηγεσία του Υπουργείου θα σταθεί αρωγός σε όλες αυτές τις προσπάθειες.

Ας αντιμετωπίσουμε αυτήν την πραγματικότητα: Τα Πανεπιστήμιά μας, αν και έχουν αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό και πολλούς θύλακες αριστείας, απουσιάζουν από τις υψηλές θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις. Τα παιδιά των μεσαίων και χαμηλών τάξεων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να σπουδάζουν σε δημόσια πανεπιστήμια που κατατάσσονται ανάμεσα στα καλύτερα της Ευρώπης και του κόσμου και αυτό θα πρέπει να το πετύχουμε τα επόμενα χρόνια.



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ