ΑΡΘΡΑ - ΑΠΟΨΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τραπεζικό σύστημα: Ο κρίσιμος ρόλος του στην επόμενη ημέρα

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως, η ενσκήψασα πανδημία, πέραν της τραγικότητας των υγειονομικών της επιπτώσεων αναφορικά στην απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρωπίνων ζωών, θα προκαλέσει μεσομακροπρόθεσμα ισχυρούς κλυδωνισμούς στο οικοδόμημα των οργανωμένων κοινωνιών και θα αφήσει βαθιά, ανεξίτηλα τα σημάδια της στις οικονομίες και τις κοινωνίες παγκοσμίως.

Η φτώχεια και οι κοινωνικές ανισότητες αναμένεται να διευρυνθούν σημαντικά, ενώ οι οικονομίες του κόσμου μαστίζονται ήδη από τη χειρότερη, μακράν, ύφεση μετά  τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό βέβαια ήταν αναμενόμενο, δεδομένου ότι, για περίπου δύο μήνες, επιβλήθηκε από τις εθνικές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής που έδρασε ταχύτατα και ιδιαίτερα αποτελεσματικά) σχεδόν ολική παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας μέσω των lockdowns. Τώρα, επιστρέφοντας σε κάποιου είδους κανονικότητα, όλοι οι κλάδοι της οικονομίας, ασφαλώς μη εξαιρουμένου του τραπεζικού, επιχειρούν να καταγράψουν τις απώλειες και να δημιουργήσουν έναν οδικό χάρτη ανάκαμψης. Φιλόδοξος στόχος είναι στο τέλος του 2021 να βρισκόμαστε, σε όρους ΑΕΠ, στο ίδιο σημείο με αυτό του Δεκεμβρίου 2019. Ανεξαρτήτως ποιου λατινικού γράμματος τη μορφή θα προσλάβει η καμπύλη ανάκαμψης της οικονομίας (V,U,W,L κλπ.), το ζητούμενο είναι ο τραπεζικός κλάδος να επιτελέσει το βασικό καταστατικό του ρόλο, δηλαδή του ισχυρού αιμοδότη πάσης φύσεως οικονομικής δραστηριότητας. Το καίριο ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: οι τρεις φορές ανακεφαλαιοποιημένες τράπεζες (2013/2014/2015), οι οποίες βρίσκονταν άλλωστε, πριν τη νέα κρίση, σε στάδιο ανάνηψης από πολυετή εντατική θεραπεία μπορούν να αναλάβουν άραγε τον κρίσιμο αυτό ρόλο; Η απάντηση είναι “ασφαλώς ναι”! Όχι βέβαια διότι διαθέτουν άπλετα κεφάλαια για να “κάψουν” ή γιατί η σημερινή, κατά τα λοιπά επαρκής, ρευστότητά τους είναι ανεξάντλητη. Η δυνατότητά τους να υποστηρίξουν την ανάκαμψη τροφοδοτείται κυρίως από τα πολύ υψηλότερα του αναμενομένου γενναία μέτρα στήριξης της ρευστότητας και κεφαλαιακής τους επάρκειας από την ΕΚΤ, αλλά και τις εξαγγελθείσες παρεμβάσεις της κυβέρνησης προς εργαζομένους και επιχειρήσεις, ήδη ύψους 24 δισ. ευρώ.  Η ΕΚΤ έγκαιρα αντιλαμβανόμενη πως, μία άνευ προηγουμένου σε ένταση κρίση χρήζει μίας άνευ προηγουμένου χρηματοοικονομικής και εποπτικής παρέμβασης, εξαπέλυσε από νωρίς μία ομοβροντία από ουσιαστικά μέτρα, για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος και των οικονομικών της ευρωζώνης. Σε επίπεδο επάρκειας κεφαλαίων, η κεντρική τράπεζα επέτρεψε προσωρινά, στα υπό την εποπτεία της χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να λειτουργούν σε κεφαλαιακό επίπεδο χαμηλότερο αυτού των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 (P2G) (δηλαδή 200 μονάδες βάσης) και του αποθέματος διατήρησης κεφαλαίου (CCB) (δηλαδή 250 μονάδες βάσης). Αυτά μεταφράζονται σε διαθέσιμο κεφαλαιακό απόθεμα, μόνο από την ευελιξία αυτή, της τάξεως των περίπου 10 δισ. ευρώ, που παρέχει σημαντική δυνατότητα απορρόφησης ζημιών (δεδομένων των υφιστάμενων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας – CAR  προσεγγιζόμενο βάσει παραδοχών για το ύψος του σταθμισμένου για κινδύνους ενεργητικού -RWA του 2020). Επίσης, προσέφερε μία πλειάδα επιπρόσθετων δυνατοτήτων στις τράπεζες για να ενισχύσουν με έμμεσο τρόπο τα εποπτικά τους κεφάλαια με στόχο τη χορήγηση νέων δανείων, την ταχύτερη και ευκολότερη πρόσβαση επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε οικονομικά προσιτό δανεισμό (διατηρώντας τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα) και φυσικά την απαραίτητη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, βοηθώντας έμπρακτα την πραγματική οικονομία να απορροφήσει την ισχυρή διαταραχή, απότοκο της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης.

Σε επίπεδο ρευστότητας αυξήθηκε σημαντικά η προσφερόμενη ποσότητα χρήματος (liquidity) στις εμπορικές τράπεζες, μειώθηκε το κόστος αυτής (σε κάποιες περιπτώσεις είναι αρνητικό, ώστε να διευκολύνεται η χαμηλού κόστους παροχή επαρκούς ρευστότητας στην πραγματική οικονομία – πρόγραμμα TLTRO III), αλλά κυρίως σημειώθηκε αξιοσημείωτη χαλάρωση των κριτηρίων για εξασφαλίσεις που παρέχονται στην ΕΚΤ για τα δάνεια που αυτή χορηγεί, κάτι εξόχως σημαντικό για τις ελληνικές τράπεζες (πρόγραμμα PEPP των αρχικά 750 δισ. ευρώ που αυξήθηκε  στα 1,35 τρισ. ευρώ). Αυτό σημαίνει πως, η χώρα μπήκε δια της πλαγίας οδού και για πρώτη φορά από δημιουργίας του, στο πρόγραμμα πιστωτικής χαλάρωσης. Τέλος επετράπη στις τράπεζες, σε προσωρινή βάση επίσης, να λειτουργούν κάτω την εποπτική απαίτηση για το ελάχιστο ποσοστό του δείκτη κάλυψης της απαραίτητης προβλεπόμενης ρευστότητας (LCR), ήτοι 100%. Ενδεχόμενες βλέψεις για χρήση της παρεχόμενης υπερβάλλουσας ρευστότητας με στόχο βραχυπρόθεσμα λειτουργικά κέρδη στις αγορές σταθερού εισοδήματος (πχ σε ομόλογα χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που δεδομένης της συγκυρίας απολαμβάνουν υψηλών αποδόσεων) θα ήταν ίσως χρήσιμο να μετριαστούν και τα ποσά αυτά στην πλειοψηφία τους να διοδευτούν προς την πραγματική οικονομία που τα έχει άμεση ανάγκη.

Από την πλευρά της κυβέρνησης, ανακοινώθηκε ήδη πλήθος μέτρων τόνωσης της ρευστότητας και στήριξης των κλάδων με στόχο την ταχύτερη ανάκαμψη της οικονομίας. Ως σημαντικότερα αναφέρω ενδεικτικά το πακέτο δημοσιονομικής στήριξης των 6,8 δισ. ευρώ (3,5% του ΑΕΠ) το οποίο περιλαμβάνει μέτρα, όπως παροχή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για νέα επιχειρηματικά δάνεια, εγγυήσεις για νέα δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την επιδότηση επιτοκίου δανείων που αφορά στις πληττόμενες επιχειρήσεις κλπ. Επίσης, αναστολές πληρωμών δανείων σε επιλέξιμους πελάτες “μορατόρια”, όπως και την εκκίνηση της λειτουργίας του Ταμείου Εγγυοδοσίας στις αρχές Ιουνίου, με στόχο να παρέχει έως 2 δισ. ευρώ εγγυήσεις για δάνεια κεφαλαίου κίνησης (εντός βεβαίως των σχετικών κανόνων της ΕΕ), το οποίο με τη συνολική μόχλευση ρευστότητας μέσω του τραπεζικού συστήματος θα φτάσει, κατ’ εκτίμηση,  τα 7 δισ. ευρώ, με εγγυημένο το 80% του χαρτοφυλακίου δανείων μικρομεσαίων αλλά και μεγάλων επιχειρήσεων. Επιπλέον, η κυβέρνηση επεξεργάζεται πρόγραμμα που στοχεύει στην κρατική επιδότηση για δόσεις δανείων που συνδέονται με την πρώτη κατοικία, το οποίο αναμένεται να είναι σε ισχύ από τις αρχές Ιουλίου.

Είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως, όλα τα ανωτέρω είναι πέρα και πάνω από τα κεφάλαια που θα εισρεύσουν στη χώρα από το σχεδιαζόμενο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, όταν και εφόσον το ίδιο, οι πόροι του και ο τρόπος διανομής τους οριστικοποιηθούν.

Προς έκπληξη ίσως πολλών, η χώρα μας και η Ευρώπη αντέδρασαν στη βαθιά οικονομικοκοινωνική  κρίση που προκάλεσε η πανδημία σχεδόν ακαριαία και εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, καίρια.

Όπως κάθε κρίση έτσι και αυτή έχει μεν, αδιαμφισβήτητα τραγικές συνέπειες, ανοίγει, δε, περιόδους μεγάλης αβεβαιότητας αλλά παράλληλα δημιουργεί και σημαντικές ευκαιρίες. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί δράττοντας αυτές (τις ευκαιρίες) να συνδράμει τα μέγιστα όχι μόνο στην αναγκαία στήριξη της οικονομίας αλλά και στην ταχεία αναμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.  Απαιτούμενη προϋπόθεση, βέβαια, αυτού είναι να προηγηθεί η επιτάχυνση του δικού του απαραίτητου, ψηφιακού και όχι μόνο, μετασχηματισμού.

Ηλίας Ε. Ξηρουχάκης

Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος στο Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας




ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ