Γεύση - Ψυχαγωγία

Το ανέκδοτο της Tρίτης

Μια φορά ήταν ένας που βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή κάπου στην εθνική οδό. Ήταν χειμώνας, έκανε παγωνιά. Έκανε ωτοστόπ για να πάει στην πόλη. Η ώρα ήταν περασμένες 2 τα μεσάνυχτα. Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε. Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.
Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε “ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω, ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν”. Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται, τρέχει, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα.
“Ααχ! Παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα…”. Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο! Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει!
“Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο!”. Έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει, αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.
“Πριτς! που θα κατέβω! Στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω.”

Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σ` ένα βενζινάδικο, πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.
– Αχ! Μη! Μη μπαίνετε σ` αυτό το αμάξι κύριε! Είναι στοιχειωμένο!
-Ποιο στοιχειωμένο ρε φίλε, απ’ τα διόδια το σπρώχνω!





ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ