Μπήκε ο τύπος σε ένα κατάστημα οπτικών για να αγοράσει γυαλιά ηλίου. Δοκίμασε πολλά σχέδια που είχε το μαγαζί αλλά δεν του άρεσε κανένα. Στο τέλος βλέπει στην άκρη της βιτρίνας ένα εντυπωσιακό ζευγάρι. Ζητάει από την πωλήτρια να του το δώσει για να το δοκιμάσει.
-Αυτά είναι πολύ ακριβά γυαλιά. Κάνουν τέσσερις χιλιάδες ευρώ;
-Τέσσερις χιλιάδες; Γιατί;
Διότι είναι η τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Φορώντας τα αφαιρούν τα ρούχα σ’ αυτούς που κοιτάτε.
-Ναι; Για φέρε να τα δοκιμάσω.
-Θα σας τα δώσω αλλά δεν θα κοιτάξετε εμένα.
Βάζει ο άλλος τα γυαλιά. Κοιτάει προς τα έξω και πράγματι. Όποιος κι όποια περνούσε απ’ το πεζοδρόμιο τους έβλεπε γυμνούς. Ενθουσιάζεται, βγάζει τη χρυσή πιστωτική πληρώνει και τα παίρνει. Τηλεφωνεί στη γυναίκα του βγαίνοντας απ’ το μαγαζί.
-Θ’ αργήσω να γυρίσω σπίτι, δεν θα έρθω για μεσημέρι.
Και βγήκε περίπατο, να απολαύσει το απόκτημά του. Όλα ήταν διαφορετικά στην πόλη με τα καινούργια θαυματουργά γυαλιά. Τα φορούσε κάθε που έβλεπε μια ωραία γυναίκα. Και την έβλεπε χωρίς ρούχα. Λίγο αργότερα όμως βαρέθηκε να γυρίζει στους δρόμους και σκέφτηκε να επιστρέψει. Μπαίνοντας στο σπίτι, φοράει τα γυαλιά για να τα δείξει στη γυναίκα του, αλλά τη βλέπει στον καναπέ με τον κουμπάρο γυμνούς. Βγάζει τα γυαλιά αλλά τους ξαναβλέπει γυμνούς. Τα ξαναφοράει, τα ξαναβγάζει και πάλι γυμνοί. Απογοητεύτηκε.
-Και το φαντάστηκα… Βάλε-βγάλε τόσες ώρες, τα χάλασα ο ηλίθιος. Παν’ τα τέσσερα χιλιάρικα.