Κάθε φορά που επισκεπτόμαστε την Πολυρρήνια ή μιλάμε γι’ αυτήν, παρακινούμαστε να κάνουμε μια ανασύσταση της ιστορικής μνήμης. Η αφορμή για το παρόν άρθρο δίδεται από την πρόσφατη εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου για την κοπή βασιλόπιτας. Είναι ευκαιρία λοιπόν να αναφερθούμε σε κάποιες πτυχές της ιστορικής πορείας της σπουδαίας αυτής αρχαίας πόλης, η οποία συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες πόλεις – κράτη της Κρήτης, με έμφαση στα νομίσματα της.
Η ίδρυση της Πολυρρήνιας ως οικισμού ανάγεται στα Μυκηναϊκά χρόνια (ύστερη εποχή του χαλκού, περίπου κατά τον 13ο αι. π.Χ. ), ενώ ως πόλη – κράτος οργανώθηκε από τον 8ο αι. π.Χ. και συνόρευε δυτικά με τη Φαλάσαρνα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχαίος γεωγράφος Στράβωνας (63 π.Χ. – 24 μ.Χ.): «Πολυρρήνια διοίκει από βορέου προς Νότον…. και οι κάτοικοί της ώκουν κωμηδόν», άρα η επικράτειά της απλωνόταν από το Κρητικό πέλαγος ως τις νότιες ακτές της Κρήτης και η πόλη συγκροτήθηκε από μικρές γειτονιές (κώμες) που συνενώθηκαν. Αναφέρει επίσης ότι «Αχαιοί και Λάκωνες συνώκισαν αυτούς εν πόλει, τειχίσαντες τόπον οχυρόν βλέποντα προς μεσημβρίαν…». Οι κάτοικοι της ήταν κτηνοτρόφοι και είχαν πολλά «ρήνεα», δηλαδή πρόβατα, εξ ου και το όνομα της πόλης, σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο. Όπως μας πληροφορούν οι αρχαίες πηγές η Πολυρρήνια φημιζόταν ως τόπος θυσιών και τελετών: «Πολύρρηνον, τόπος Κρήτης ένθα τοις θεοίς έθυον» (Λεξικογράφος Σουίδας). Σώζεται πράγματι αρχαίο ιερό, το οποίο ανασκάφηκε αρχικά από τον Θεοφανείδη και αποδίδεται πιθανότατα στη θεά Άρτεμη-Δίκτυννα. Στο ιερό υπήρχε μονολιθικός βωμός για τις θυσίες. Πολλοί λίθοι του αρχαίου ναού που φέρουν επιγραφές, έχουν ενσωματωθεί στην παρακείμενη εκκλησία των Αγίων Πατέρων. Εκτός από την Άρτεμη, μαρτυρείται η λατρεία και άλλων θεοτήτων, όπως της Αθηνάς, του Διός, της Ήρας, του Απόλλωνα κ.ά. Η μεγάλη θρησκευτική παράδοση της πόλης πιστοποιείται μάλιστα και από την γνωστή ιστορία του Αγαμέμνονα, ο οποίος επιστρέφοντας από την Τροία πέρασε από την Πολυρρήνια για να προσφέρει θυσία στους θεούς. Όμως, πριν προλάβει να την ολοκληρώσει, πληροφορήθηκε ότι στασίασαν οι αιχμάλωτοι στα πλοία. Εξ αυτού του γεγονότος η θυσία έμεινε μισοτελειωμένη, όπως διασώζει ο Ζηνόβιος (ιστορικός – παροιμιογράφος του 2ου αι. μ.Χ. επί αυτοκράτορα Αδριανού). Οι ιστορίες και οι θρύλοι που συνοδεύουν αυτή την σπουδαία αρχαία πόλη της Δυτικής Κρήτης είναι πολλοί και δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε όλους σε ένα σύντομο άρθρο.
Με την ιδιότητά μου ως αρχαιολόγος – νομισματολόγος θα επικεντρωθώ σε ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της ιστορίας της πόλης, τη νομισματική της εικονογραφία. Αναμφισβήτητα, η λειτουργία δικού της νομισματοκοπείου αποτελεί ένδειξη πλούτου, δύναμης, ανεξαρτησίας και ακμής. Οι πρώτες νομισματικές κοπές της Πολυρρήνιας, χρονολογούνται κατά τον 4ο αι. π.Χ. Οι αργυροί στατήρες απεικονίζουν κεφαλή Διός στεφανωμένη, ενώ στην άλλη όψη κεφαλή ταύρου (βουκράνιο) στολισμένη με γιρλάντες
Οι αργυρές δραχμές απεικονίζουν την κεφαλή ταύρου στην εμπρόσθια όψη, ενώ στον οπισθότυπο αιχμή δόρατος
Στα ημίδραχμα και στις μικρότερες υποδιαιρέσεις απεικονίζεται η κεφαλή γυναικείας θεότητας (άλλοτε Αρτέμιδος και άλλοτε Ήρας με στέφανο) και το βουκράνιο στην άλλη όψη. Ένας από τους χαράκτες άφησε την υπογραφή του σε νομίσματα της Πολυρρήνιας, ο Πυθόδωρος, ο οποίος εργάστηκε και σε νομίσματα της Κυδωνίας. Λόγω της μεγάλης νομισματικής παραγωγής παρατηρούνται καλλιτεχνικές διακυμάνσεις, όπως συμβαίνει στα νομίσματα και άλλων κρητικών πόλεων. Αυτό συμβαίνει διότι οι περίτεχνες νομισματικές μήτρες ήταν έργα σπουδαίων καλλιτεχνών, ενώ όταν πλέον αυτές εφθάρησαν, η πόλη ανέθεσε σε μαθητευόμενους τεχνίτες να τις αντιγράψουν έστω πρόχειρα για να παραχθούν περισσότερα νομίσματα. Συνολικά έχουν καταγραφεί 53 τύποι νομισμάτων της Πολυρρήνιας, σύμφωνα με τον διακεκριμένο νομισματολόγο Ιωάννη Σβορώνο στο έργο του: “Numismatique de la Crete ancienne”, Macon, 1890. Πρόσφατα, το 2013, εκδόθηκε η μονογραφία του καθηγητή νομισματικής Εμμ. Στεφανάκη, με θέμα την νομισματική παραγωγή της Πολυρρήνιας.
Μία χάλκινη υποδιαίρεση του 3ου αι. π.Χ. μαρτυρεί την σύναψη συμμαχίας μεταξύ Πολυρρήνιας και «Ομοσπονδίας των Ορείων», γύρω στο 220 π.Χ. Απεικονίζει κεφαλή αιγάγρου στον εμπροσθότυπο και ασπίδα στον οπισθότυπο, δηλαδή τα σύμβολα των δύο συμβαλλομένων εκδοτριών αρχών. Εκείνη την εποχή η Πολυρρήνια ηγήθηκε ευρύτερης συμμαχίας εναντίον της Κνωσού και υπέρ της Λύττου. Για τον σκοπό αυτό ζήτησε την βοήθεια του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Ε’. Για τα γεγονότα της περιόδου αυτής μας πληροφορεί ο ιστορικός Πολύβιος (202-120 π.Χ.). Η Ομοσπονδία των Ορείων ήταν συμμαχία κρητικών πόλεων της Νοτιοδυτικής Κρήτης (στα όρια της σημερινής επαρχίας Σελίνου), η οποία περιελάμβανε τις ισχυρές πόλεις Έλυρο, Υρτακίνα, Λισσό και Τάρρα.
Κατά τον 2ο αι. π.Χ. η Πολυρρήνια έκοψε αργυρά τετράδραχμα με παράσταση κεφαλής Απόλλωνα στον εμπροσθότυπο και καθήμενης θεάς σε δίφρο (σκαμνί) στον οπισθότυπο, η οποία φοράει ποδήρη, αχειρίδωτο χιτώνα (χωρίς μανίκια), ενώ στο δεξί της χέρι κρατάει Νίκη
Πρωτότυπη για τα δεδομένα της Κρήτης είναι και η κοπή αργυρού ημιδράχμου στα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Την εμπρόσθια όψη κοσμεί η προτομή της θεάς Αρτέμιδος-Δίκτυννας, που φέρει φαρέτρα στον ώμο, σε σχεδόν μετωπική όψη, στραμμένη ελαφρά προς τα δεξιά
Η μετωπική όψη αποτελεί καινοτομία και προέρχεται από εξωκρητικά πρότυπα, μιας και στην κρητική νομισματοκοπία κυριαρχούν οι απεικονίσεις θεών σε προφίλ (κατατομή). Στην άλλη όψη του νομίσματος αποδίδεται ο Απόλλων να κρατάει τόξο, όρθιος σε στάση που θυμίζει άγαλμα (το λεγόμενο contraposto, με διάκριση σταθερού και άνετου ποδιού). Κάποια από τα νομίσματα της Πολυρρήνιας συνέχισαν να κόβονται κατά τις αρχές του 1ου αι. π.Χ., με κυριότερα τα αργυρά τετράδραχμα αθηναϊκού τύπου.
Η Πολυρρήνια δεν αντιστάθηκε στους Ρωμαίους, αλλά επέδειξε φιλορωμαϊκή στάση και έτσι συνέχισε να ευημερεί. Αντίθετα, το λιμάνι της Φαλάσαρνας κατεστράφη από τους Ρωμαίους το 69 π.Χ. Σε επιγραφή αναφέρεται ότι οι Πολυρρήνιοι τίμησαν τον Ρωμαίο κατακτητή της Κρήτης, τον Μέτελλο: «Κόιντον Καικίλιον Μέτελλο αυτοκράτορα, τον εαυτής σωτήρα και ευεργέτην, α πόλις». Κατά την ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, το νομισματοκοπείο της Πολυρρήνιας εξακολούθησε να είναι ενεργό, μόνο επί αυτοκρατόρων Τιβερίου (14-37 μ.Χ.) και Καλιγούλα (37-41 μ.Χ.). Η εποχή των Ιουλίων-Κλαυδίων (27 π.Χ. – 69 μ.Χ.) αποτελεί την αρχή της Pax Romana (Ρωμαϊκής Ειρήνης), που κατέστειλε την πειρατεία και έδωσε την δυνατότητα στους κατοίκους των ορεινών περιοχών να κατέβουν άφοβα πλέον στα παράλια μέρη σε αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής. Τότε άρχισε να ακμάζει η Κίσαμος, το μέχρι τότε επίνειο της Πολυρρήνιας. Τότε χρονολογούνται τα περίφημα ψηφιδωτά των ρωμαϊκών επαύλεων της Κισάμου, καθώς και τα άλλα σπουδαία ευρήματα που έχουν έρθει στο φως στα οικόπεδα της πόλης.
Οι επιγραφές των νομισμάτων συνέχισαν να είναι ελληνικές, αφού τον συντονισμό είχε το Κοινό των Κρητών, όπως φανερώνει η κοινή θεματογραφία τους. Τα αργυρά τετράδραχμα επί Τιβερίου, απεικονίζουν κεφαλή θεοποιημένου αυτοκράτορα Αυγούστου, ενώ τον οπισθότυπο κοσμεί η γενειοφόρους κεφαλή Διός με την επιγραφή «ΖΑΝ ΚΡΗΤΑΓΕΝΗΣ ΠΟΛΥΡ» και την υπογραφή του ανθύπατου Κορνηλίου Λύπου. Παρόμοια είναι τα τετράδραχμα που έκοψε η Ιεράπυτνα. Νόμισμα αυτού του τύπου έχει βρεθεί σε ταφή 1ου αι. μ.Χ., στεφανωμένου αθλητή στον Άγιο Νικόλαο (αρχαία Λατώ).
Η τελευταία κοπή της Πολυρρήνιας σε χαλκό απεικονίζει στον εμπροσθότυπο κεφαλή του αυτοκράτορα Καλιγούλα και στον οπισθότυπο την κεφαλή του πατέρα του, Γερμανικού. Την νομισματική αυτή σειρά εξέδωσαν και άλλες Κρητικές πόλεις με υπογραφή του ανθυπάτου Αυγουρείνου (Γόρτυνα, Ιεράπυτνα, Λύττος, Λατώ με ελληνικές επιγραφές, καθώς και η αποικία της Κνωσού με λατινικές).
Σήμερα νομίσματα της Πολυρρήνιας βρίσκονται σε αρχαιολογικά Μουσεία τόσο της Ελλάδας (Κισάμου, Χανίων, Νομισματικό Μουσείο Αθηνών κ.ά.) όσο και του εξωτερικού (Βρετανικό, Βερολίνου, Λούβρου, Νέας Υόρκης κ.ά.), καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές.
Η περίοδος της μεγάλης ακμής της Πολυρρήνιας τερματίστηκε μετά την πτώση – παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εξακολούθησε όμως να κατοικείται κατά τη βυζαντινή περίοδο (βρέθηκαν ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής) και το ισχυρό κάστρο της φέρει αρχιτεκτονικές επεμβάσεις βυζαντινής περιόδου. Οι πληροφορίες μας για τη Βενετοκρατία περιορίζονται στις απογραφές του Καστροφύλακα, Barozzi και Basilicata, που την αναφέρουν ως χωριό με το όνομα “Paleocastro Apano” με 158 κατοίκους το 1583 (βλ. Στ. Σπανάκη, Μνημεία Κρητικής Ιστορίας, τομ. V, σελ. 135).
Ας ελπίσουμε ότι δεν θα αργήσει ο καιρός που η αρχαιολογική σκαπάνη θα επικεντρώσει το επιστημονικό της ενδιαφέρον επιτέλους στην σπουδαία αυτή αρχαία πόλη της Κισάμου και θα μας αποκαλύψει τα ανεκτίμητα μυστικά που κρύβει!
Εμμανουήλ Μαρινάκης, Δρ. Αρχαιολογίας, Καθηγητής ΓΕΛ Κισάμου.