Δήμος Κισάμου ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Παιδικά αναστορήματα: Αποκράδες στην Κίσαμο

Θείο Στεφανάκι, τα σαλουβάρια και το σαρίκι θέλω να μου δώσεις για να ντυθώ την Κυριακή που είναι οι Μασκαράδες.

Μετά χαράς παιδί μου μου ‘λεγε το αγαθό Γεροντάκι. Όμως μετά την Εκκλησία. Το ξέρεις δα, δεν έχω άλλη αλλαξιά.

Θείο και τα στιβάνια θέλω. Κι αυτά να μου τα δώσεις.

Μα τα αντζιά σου, μωρέ παιδί μου, είναι λιανά και πως θα σταθούνε μέσα τα ποδαράκια σου;

Θείο, ξιά μου μένα, χαρθιά θα τα γεμίσω.

Μεγάλη μου η χαρά που εξασφάλισα για φέτος, την παραδοσιακή, την Κρητική τη φορεσιά, που ένας μόνο ή το πολύ δύο την είχανε ακόμα στο χωριό τα χρόνια της δεκαετίας του ‘50.

Μα θέλω και σκλαβέρια (κουδούνια που βάζουν στα ζώα). Ο μπάρμπας μου ο Αναστάσης ο βοσκός και κουραδάρης στη διπλανή την πόρτα, πλούσιο έχει απόθεμα στο μαγατζέ του. Μικρά, μεγάλα, μεγαλύτερα λέρια, με ήχους ποικίλους και  σχήματα διάφορα, που δεν αντιλαλούσαν μόνο στα βουνά αλλά έκαναν και συγχωρδία, περασμένα στη βρακοζώνη του λερά και συμπλήρωναν τέλεια τη μεταμφίεσή του.

Μα κι η Θειά Αργυρώ, δίνει σε άλλo παιδί τη μαύρη της τη ρόμπα, το τσεμπέρι και τη ρόκα της. Κι ο μπάρμπα Γιάννης τη στολή της Χωροφυλακής με το πηλίκιο του Αξιωματικού. Το πηλίκιο, που παρότι ξεθωριασμένο από το χρόνο, φάνταζε στην παιδική μας ηλικία.

Κι ο μπάρμπας ο Λευτέρης δίνει σε άλλο τις γκιλότες με τα υποδήματα και το μαύρο το πουκάμισο. Κι όλοι ό,τι είχαν φυλακτό στις κασέλες τους, καπέλα και τσαντάκια, ρούχα στρατιωτικά και δίκοχα, όπλα παλιά ανάμνησης, τα ‘διναν με ευχαρίστηση για τη δική μας τη χαρά.

Κι έτσι, να ‘σου η ομάδα έτοιμη για εξόρμηση.

Κι η κατσούνα απαραίτητη για τον αρχηγό, να προστατέψει την ομάδα του από όποιον, αστεία ή και σοβαρά, διανοούνταν να ξεμουρώσει (αποκαλύψει), μέλος της συντροφιάς, μα κι από τα σκυλιά, που ξαφνιασμένα και ασυνήθιστα στο θέαμα, δεν έδειχναν φιλικές διαθέσεις.

Μα ποια ‘ναι μωρέ τουτανέ τα κοπελάκια; Να ‘ναι από το Μετόχι, τα Αρχοντικά, τα Μπερθιανά; Μάλλον από τις Μαγατζιάδες θα ‘ναι. Τίνος είσαι καλό μου; προσπαθούσε η οικοδέσποινα να καλοπιάσει τον πιο κοντινό της μεταμφιεσμένο.

Καμάρι εμείς τα κοπελάκια που δεν κατάφερναν οι χωριανοί, πάνω εκεί στο Έλος των Εννιά χωριώ, να μας αναγνωρίσουν με την τέλεια παραλλαγή. Και μεις καμαρωτοί κινούσαμε γι άλλα σπίτια και γειτονιές.

Γέλια, χάχανα, πειράγματα και φασαρία αλλά μόνο στο ενδιάμεσο της διαδρομής από το ένα σπίτι στο άλλο και από τη μια στην άλλη γειτονιά. Κι ύστερα, όταν άνοιγε η πόρτα, να δεις περπάτημα καμαρωτό, σοβαρότητα και απόλυτη σιωπή. Κινήσεις αλλόκοτες και αυτοσχέδιες. Καμώματα προσαρμοσμένα ανάλογα με την αμφίεση που το κάθε ένα παιδί είχε εξασφαλίσει.

Και χαρά, χαρά μεγάλη. Ξεφάντωμα και πανηγύρι.

Πολλά για το έθιμο  αυτής της μεταμφίεσης δεν ξέραμε. Ούτε για την καταγωγή και την προέλευσή του. Αργότερα μάθαμε πως είναι λέει κατάλοιπα ειδωλολατρικά, συνέχεια από τις Διονυσιακές γιορτές της Αρχαίας Ελλάδας και  τα Σατουρνάλια της Ρώμης.

Όμως εμείς τα βρήκαμε και προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τους μεγάλους, που βγαίνανε κι αυτοί τα βράδια της Κυριακής μασκαρεμένοι με καλυμμένα τα πρόσωπα: Άνδρες θεώρατοι, κουκουλωμένοι με σεντόνια, Γυναίκες ψηλές και λυγερές με ανδρικές φορεσιές και υποδήματα. Πρόσωπα που φάνταζαν υπερφυσικά στη  σκέψη μας.  Άνδρες που κουβάλαγαν καμιά φορά στην πλάτη τους σαμάρια, στήριζαν τα χέρια τους στην πάτα του σπιτιού και τσίναγαν σαν άγρια γαϊδούρια,. Κι ύστερα, όλοι τους έπιναν κρασί να ξαποστάσουν. Το μεζέ τον άφηναν να τον φάνε στα σκοτεινά έξω από το σπίτι, κι αυτό για να μη ξεμασκαρωθούνε (αποκαλυφθούν).

Μεθιές την Κυριακή στα σπίτια του χωριού με μεζέδες Πασχινούς, μεθιές στα μαγαζιά την επομένη, την Καθαρά Δευτέρα, με χαλουβά, λουμπίνους, αλατσολιές και βρατσοκούκια. Δεν είχαν τα τραπέζια μας γαρίδες και θαλασσινά, μύδια και αχιβάδες, είχαν χαρά, ξεφάντωμα, τραγούδι και λολάδες. Πειράγματα για τους μεγαλύτερους, με χιούμορ, χοντρό καμιά φορά, μα άκακο.

Κι οι αετοί δεν ήταν έτοιμοι στο παρακάτω το στενό για να τους αγοράσουμε. Τους φτιάχναμε με εφημερίδες, καλάμια για στηρίγματα και αλεύρι με νερό αντί για κόλλα.

Δεν ξέρω και δεν θυμούμαι να πέταξε ποτέ αετός από εκείνα τα βαριά κατασκευάσματά μας.

Η ψυχή μας όμως πέταγε ψηλά στους αιθέρες κι αντάμωνε τα γεράκια τα πραγματικά (βιτσίλες τις ελέγαμε) που τα καμαρώναμε να ζυγίζονται ολημερίς στα ύψη μέχρι να βρουν το στόχο  τους.

Κι ύστερα η Σαρακωστή, νηστεία πραγματική για όλους μας, μεγάλους και μικρούς.

«Εψόφισε ο λουκάνικος, ψυχομαχεί ο τύρος,

κι βρούβα η παλιόβρουβα, στέκει εις τη λεκάνα, να πέσει στην τσουκάλα», έλεγε τραγουδιστά, λίγο να το διασκεδάσει, η μακαρίτισσα η γιαγιά μου η Αργυρώ στη Μελισσιά.

Εμείς στ’ αλήθεια σήμερα τι εννοούμε και κρατούμε από όλα αυτά;

Μένω να συλλογίζομαι κι απάντηση δεν παίρνω.

Αναδημοσίευση από τα «Χρονικά Κισάμου και Σελίνου» της δεκαετίας του ‘90 από τη στήλη «Τα που θυμούμαι μονολογώ».

Μίμης Κυριτσάκης

Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου ε.τ.




ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ