ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Μια ιστορία από την Κίσαμο: Το μάθημα της Φυσικής και η Άννα.

«Να το βάλετε καλά στο μυαλό σας! Ό,τι δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται». Αυτή ήταν η συνηθισμένη επωδός μετά από κάθε ομιλία γυμνασιάρχη ή διευθυντή του σχολείου. Με αυτόν τον τρόπο έβαζαν ένα αυστηρό πλαίσιο στο τι θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς να τιμωρηθούμε και τι όχι. Όλες οι απαγορεύσεις κρεμόταν  πάνω μας όπως  η «Δαμόκλειος σπάθη». Για να είναι σίγουροι οι διευθύνοντες, ότι δεν θα αντιμετώπιζαν από μέρους μας δικαιολογίες του τύπου «δεν το γνώριζα» ή «δεν το κατάλαβα», μας ξεκαθάρισαν τι επιτρέπεται και φρόντιζαν να μας το υπενθυμίζουν τακτικά και να μας κρατάνε ήσυχους  με τον φόβο της τιμωρίας.
Βέβαια και η εποχή στην οποία ζούσαμε δεν είχε ίχνος δημοκρατίας και όλοι ζούσαν σ’ ένα καθεστώς τρομοκρατίας που ξεκινούσε από την «επαναστατική» κυβέρνηση κι έφτανε μέχρι τα κατώτατα κύτταρα της κοινωνίας. Το σχολείο αποτελούσε ένα απ’ αυτά τα κύτταρα. Αν και πολύπλοκό και σχετικά αυτόνομο, ακολουθούσε την πολιτική της κυβέρνησης.
Πρέπει να διευκρινίσω πως οι περισσότεροι καθηγητές ήταν άψογοι και πραγματικοί εκπαιδευτικοί, όμως όπως πάντα και παντού υπήρχαν και οι εξαιρέσεις.  Υπήρχαν κάποιοι καθηγητές, που είχαν την εντύπωση ότι ήταν «επόπτες» σε στρατόπεδο και φερόντουσαν αναλόγως.  Δηλαδή, όταν είχαν «εφημερία» κι επέβλεπαν τους μαθητές κατά τη διάρκεια του διαλλείματος, νόμιζαν πως είναι ένα είδος «Γκιουλέκα»  και κυκλοφορούσαν πάνω κάτω στο προαύλιο  του σχολείου με τις βέργες στο χέρι σαν εσατζήδες σε περιπολία. Ένας μάλιστα απ’ αυτούς αντί βέργας κρατούσε στα χέρια του ένα λογαριθμικό κανόνα και, αντί να κάνει μαθηματικούς υπολογισμούς, τον χρησιμοποιούσε στα χέρια των «άτακτων» μαθητών.
Άννα, Ιωάννα, Φρίντα
Σε περίπτωση παραπτώματος ζητούσε απ’ τον μαθητή ν’ ανοίξει την παλάμη του και με τον λογαριθμικό κανόνα τον κτυπούσε αργά και σιγά στην αρχή. Στη συνέχεια δυνάμωνε και αύξανε τα κτυπήματα, τόσο σε ένταση όσο και σε συχνότητα.  Οι μαθητές που είχαν υποστεί την τιμωρία, μας έλεγαν πως μούδιαζε στην αρχή η παλάμη και μετά ένοιωθαν σαν να τους τρυπούσαν βελόνες. Μιλάμε για καθηγητή, που  είχε αναγάγει την τιμωρία σε επιστήμη.
Κάνω αυτόν τον πρόλογο, για να θυμίσω στους παλαιότερους, τις καταστάσεις που περνούσαμε σαν μαθητές και για να καταλάβουν οι νεώτεροι, πως το σχολείο εκείνης της εποχής, πλησίαζε πολύ σε ομοιότητα με στρατόπεδο. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που στην στοίχιση των μαθητών, κατέβαινε ο μεγαλόσωμος γυμναστής (είτε επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος είτε επειδή οι μαθητές των πίσω σειρών έσπρωχναν τους μπροστινούς και δημιουργείτο «ανακατωσούρα») κι άρχιζε στα χαστούκια όλους ανεξαιρέτως, όσους ήταν στην μπροστινή σειρά. Έτσι η τιμωρία έπεφτε και σε αθώους άδικα, χωρίς όμως να νοιάζεται κανείς.
Υπήρχαν κάποιοι κανόνες τους οποίους όποιος δεν εφάρμοζε ακριβώς κινδύνευε με τιμωρία. Τιμωρία δεν ήταν μόνο ο ξυλοδαρμός και οι αποβολές. Ήταν και ο χλευασμός και η προσβλητική απαξίωση των «παραβατών». Τα κορίτσια έπρεπε να φορούν υποχρεωτικά τη σχολική μπλε ποδιά, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους. Επίσης οι κάλτσες που φορούσαν θα έπρεπε να είναι άσπρες, βαμβακερές και να μην υπερβαίνουν κατά πολύ τον αστράγαλο.  Οπωσδήποτε θα έπρεπε να έχουν δεμένα  τα μαλλιά τους με μια   άσπρη κορδέλα. Ξέρω περίπτωση μιας μαθήτριας, που χλευάστηκε δημοσίως από καθηγητή, επειδή  τα μαλλιά της ήταν κοντά και δεν μπορούσε να στερεώσει την κορδέλα (πράγμα που δεν μπορούσε να καταλάβει ο εν λόγω καθηγητής και την έκανε ρεζίλι δημοσίως).
Τα παπούτσια των κοριτσιών, έπρεπε να είναι να είναι χωρίς αξεσουάρ.  Εμένα με απείλησαν  με αποβολή, γιατί φορούσα ένα ζευγάρι μοκασίνια, που κατά την γνώμη ενός καθηγητή ήταν σπιτικές παντόφλες. Τα αγόρια θα έπρεπε να είναι κοντοκουρεμένα και σαν μέτρο είχαν το αν θα μπορούσε κάποιος να πιάσει τα μαλλιά του μαθητή με τα δάκτυλά του. Το δε ντύσιμο θα έπρεπε να είναι κόσμιο, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και κυρίως όπως θα το ερμήνευε ο καθένας. Όσο αφορά τα γυαλιά  ηλίου (αν και ήταν σπάνια) δεν επιτρεπόταν να φορέσει κανείς, γιατί  δεν άρμοζαν σε μαθητή γυμνασίου.
Αυτές είναι ελάχιστες απ’ τις απαγορεύσεις που μας επέβαλλαν. Τις αναφέρω για να θυμηθούμε το κλίμα στο οποίο ζούσαμε και μαθαίναμε γράμματα. Από την άλλη κι εμείς (οι μαθητές) δεν  ήμασταν αυτό που λένε και τα καλύτερα παιδιά. Με αυτό δεν μπορώ να συμπεριλάβω  το σύνολο των μαθητών, γιατί όπως συμβαίνει σε όλους τους κανόνες υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Όμως πολλοί απ’ τους μαθητές ήταν παραβάτες αυτών των κανονισμών και ιδιαίτερα εκείνη η ομάδα που ο υψηλόσωμος καθηγητής μας της έδωσε το προσωνύμιο «λουλούδια».
Άννα, Βαγγελιώ
Ήμασταν ατίθασοι, απείθαρχοι, παραβιάζαμε όσους κανόνες μπορούσαμε κι αυτό γιατί μας άρεσε να ζούμε στο περιθώριο των κανονισμών κι όποτε μπορούμε να τους παραβιάζουμε. Απ’ αυτό είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος πως και εμείς οι ίδιοι δεν ήμασταν και τα καλύτερα παιδιά ούτε όμως προσπαθώ να βρω κάποιο «άλλοθι» για τη συμπεριφορά μας. Απλά αυτή ήταν η ιδιοσυγκρασία μας και ίσως έτυχε να βρεθούμε την ίδια χρονική περίοδο πολλά άτομα μαζί με την ίδια νοοτροπία. Αυτό είχε σαν συνέπεια να γίνουμε, χωρίς καμιά προεργασία, μια ομάδα με τα ίδια πάνω κάτω ενδιαφέροντα. Αυτή η ομάδα, χωρίς να έχει κάποιους κανόνες ύπαρξης, απλά λειτουργούσε με το ένστικτο και στο σύνολό της υπερασπιζόταν τα μέλη της,  όποια παράβαση κι αν έκαναν στους «νόμους» του σχολείου. Βέβαια κι εμείς κάναμε τη ζωή κάποιων καθηγητών δύσκολη με τη συμπεριφορά μας, αλλά και την απίστευτη ευρηματικότητα που είχαμε, στο να αποφεύγουμε να εξεταστούμε, όταν ήμασταν αδιάβαστοι (αυτό ήταν σύνηθες) και τις απίστευτες δικαιολογίες που ξεστομίζαμε για να καλυφθούμε.  Μερικές από αυτές τις δικαιολογίες  άφηναν άφωνους ακόμη και τους συμμαθητές μας.
Θυμάμαι τον Δημητρό που είχε «πεθάνει»  κάμποσες φορές παππού και γιαγιά για ν’ αποφύγει να εξεταστεί είτε για να δικαιολογηθεί για την έλλειψη κάποιας εργασίας. Βέβαια σ’ αυτόν τον διαρκή αγώνα αποφυγής να εξεταστεί κάποιος, υπήρχαν πολλοί πρωταγωνιστές. Ο καθένας θα μπορούσε να διεκδικεί τον τίτλο του πρωταθλητή του είδους και να προβάλλει επιχειρήματα και να αξιώνει την μοναδικότητά του. Εγώ παρ’ όλο που θα μπορούσα με αξιώσεις να διεκδικήσω τον τίτλο, όπως και ο Γιάννης ή ο Λευτεράκης, θεωρώ ότι μακράν απ’ όλους μας τον τίτλο είναι άξια να τον φέρει η συμμαθήτρια μας η Άννα. Η οποία φρόντιζε να βρίσκει «αληθοφανείς» δικαιολογίες όχι μόνο για τον εαυτό της αλλά και για πολλές συμμαθήτριες, που δεν ήταν ικανές για αυτό.
Στη διάταξη των θρανίων που είχαμε στην Στ΄ τάξη εγώ καθόμουν στο τελευταίο θρανίο απ’ τη σειρά των αγοριών. Με τον Μιχάλη Μ. αλλάζαμε θέση, αναλόγως του πόσο ήμασταν διαβασμένοι, στη δεξιά ή στην αριστερή πλευρά του θρανίου. Η  μεσαία σειρά των θρανίων καθώς και η επόμενη ανήκε στα κορίτσια, τα οποία ήταν περισσότερα απ’ τα αγόρια με μια αναλογία περίπου τρία  προς ένα. Στο τελευταίο θρανίο της μεσαίας σειράς και στη δεξιά πλευρά καθόταν η Άννα Π. μαζί με την Φρίντα Λ. την αδελφή του Φώτη. Σε σχέση με μας τα αγόρια, τα κορίτσια ήταν ήσυχα και σπανίως είχαν παραβατική  συμπεριφορά μέσα ή έξω απ’ την τάξη. Βέβαια μπορώ να πω με σιγουριά πως ό,τι και να κάναμε εμείς, τα κορίτσια μας υποστήριζαν, φανερά ή έμμεσα, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία της κάθε μιας.
Τακτικά έβλεπα την Άννα στην αρχή του μαθήματος, να σκύβει και να χάνεται κάτω απ’ το θρανίο, για αρκετά λεπτά της ώρας. Πέρασε κάποιο διάστημα για να αντιληφθώ, πως κρυβόταν μ’ αυτόν τον τρόπο, απ’ τον μεγαλόσωμο καθηγητή της Φυσικής. (Αχ αυτή η Φυσική! Για μας τους κλασσικάριους αποτελούσε άλυτο μυστήριο). Μόλις ο καθηγητής ανακοίνωνε τα ονόματα των μαθητών που θα εξέταζε, αναδυόταν και η Άννα απ’ το βάθος του θρανίου και καθόταν, δήθεν αμέριμνη, στην καρέκλα της. Αυτό το τέχνασμα ήταν αδύνατο να το κάνει κάποιο απ’ τα αγόρια, γιατί μεγαλόσωμοι όπως ήμασταν δεν υπήρχε περίπτωση να χωρέσουμε κάτω απ’ τα θρανία.
Μια μέρα με είδε που έπαιζα στα χέρια μου ένα κόκκινο μαρκαδόρο και μου τον ζήτησε, για λίγο όπως είπε. Πρόθυμα της τον έδωσα, ενώ παράλληλα κοίταζα με περιέργεια να δω τι τον θέλει. Έκπληκτος την είδα να  χρωματίζει με επιδεξιότητα  ένα χαρτομάντιλο κι αφού έμεινε ικανοποιημένη με το έργο της, το έβαλε πάνω στη μύτη της, σηκώθηκε όρθια και με μια απίστευτη παντομίμα έδωσε στον καθηγητή να καταλάβει ότι μάτωσε η μύτη της. Ο καθηγητής ανήσυχος της είπε να βγει απ’ την τάξη και της έδωσε οδηγίες πώς να σταματήσει την αιμορραγία. Αυτή συνεπικουρούμενη απ’ τη Φρίντα βγήκε από την αίθουσα, ενώ όλοι οι συμμαθητές ανησυχούσαν για την κατάστασή της.
Έτσι η Άννα και η Φρίντα γλίτωσαν το πρόχειρο διαγώνισμα της Φυσικής κι εγώ έσκασα απ’ το κακό μου, που δεν σκέφτηκα κάτι ανάλογο και «τσίμπησα» το πενταράκι στη βαθμολογία και μετά έτρεχα και δεν έφτανα για να το διορθώσω.
Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση, που με άφησε έκπληκτο  με την ευρηματικότητα της, ήταν όταν η φίλη της η Ιωάννα που καθόταν στην πλαϊνή σειρά, αλλά σχετικά   κοντά  στην Άννα, της είπε ότι ήταν αδιάβαστη. Αμέσως η Άννα τη συμβούλεψε να κάνει πως έχει λόξυγκα. Η Ιωάννα όμως αδυνατούσε να μιμηθεί τον ανάλογο ήχο. Αυτό το ανέλαβε η Άννα με μεγάλη επιτυχία κι ο αθώος καθηγητής μας της είπε να βγει  έξω μέχρι να συνέλθει. Μόνο που μαζί με την Ιωάννα βγήκε για συμπαράσταση και η Άννα κι εγώ «έσκασα» πάλι απ’ το κακό μου, που δεν  είχα σκεφτεί αυτό το κόλπο νωρίτερα.
Τότε στην τελευταία χρονιά είχαμε την πεποίθηση ότι τελικά θα κάναμε την πενταήμερη εκδρομή, παρ’ όλο που είχαν απαγορευτεί όλες οι εκδρομές λόγω του πολύνεκρου δυστυχήματος που συνέβη πριν δυο χρόνια περίπου στη Γεωργιούπολη. Εμείς ελπίζαμε (ήμασταν σχεδόν σίγουροι) ότι τελικά κάτι θα άλλαζε και θα καταφέρναμε να πραγματοποιήσουμε την εκδρομή. Δεν περιοριζόμασταν όμως  μόνο στην ελπίδα, αλλά με μια απίστευτη ενέργεια ψάχναμε και βρίσκαμε διάφορους τρόπους  να μαζέψουμε χρήματα για την πολυπόθητη για μας εκδρομή.
Έτσι οργανώσαμε χορό στο γυμναστήριο, στον οποίο όσοι μαθητές ήθελαν να έρθουν πλήρωναν ένα αντίτιμο εισιτηρίου για να έχουν δικαίωμα εισόδου, όπως πλήρωναν για οτιδήποτε απ’ τα γλυκά κι αναψυκτικά που κατανάλωναν. Διπλά πλήρωναν όσοι ήθελαν μέσα στο αναψυκτικό τους αλκοόλ κι αυτό γιατί μας το είχε απαγορέψει με ποινή αποβολής ο γυμνασιάρχης, που παραδόξως μας έδωσε την άδεια να πραγματοποιήσουμε τον χορό. Σας πληροφορώ πως τα περισσότερα έσοδα απ’ αυτόν τον χορό πραγματοποιήθηκαν απ’ την παράνομη πώληση του αλκοόλ.  Όπως κι από την πώληση λαχείων με δώρα, που είχαμε μαζέψει απ’ τις προσφορές τοπικών επιχειρηματιών. Θυμάμαι πως στο τέλος  τους λαχνούς που δεν καταφέραμε να πουλήσουμε τους βγάλαμε στον πλειστηριασμό και με αβανταδόρους τον Γιάννη και τον Φώτη καταφέραμε να παρασύρουμε πολλούς απ’ τους καθηγητές να μπουν στη λογική της πλειοδοσίας και να εισπράξουμε κι απ’ αυτούς πολλαπλάσια χρήματα από την αξία των λαχνών.
Σαν άλλους τρόπους εξεύρεσης πόρων, είχαμε τολμήσει να κάνουμε μέχρι και παράνομο παιγνίδι Προ Πο. Δηλαδή παράλληλα με το παιγνίδι του ΟΠΑΠ, πουλούσαμε δελτία χειρόγραφα με τους ίδιους αγώνες σε μαθητές και φίλους και  νικητής δεν ήταν όποιος «έπιανε» δεκατριάρι, αλλά όποιος προέβλεπε σωστά τους περισσότερους αγώνες. Έτσι υπήρχαν πολλοί νικητές κάθε βδομάδα, που μοιράζονταν τα μισά έσοδα απ’ το «παιγνίδι μας» κι εμείς εισπράτταμε τα άλλα μισά. Βέβαια αυτό ήταν τελείως παράνομο (γι αυτό ίσως μας γοήτευε) και σαν όλα τα παράνομα είχε αρκετά κέρδη.
Δεν θα αναφέρω τις συνεννοήσεις με τον επιχειρηματία του τοπικού κινηματογράφου να φέρει ταινίες  που με την άδεια του γυμνασιάρχη θα μπορούσαν οι μαθητές να τις δουν κι εμείς να εισπράξουμε κάποιο ποσοστό απ’ το αντίτιμο του εισιτηρίου.
Ένας άλλος τρόπος για να κερδίσουμε χρήματα για την πολυπόθητη εκδρομή ήταν οι κάρτες. Αγοράζαμε απ’ το βιβλιοπωλείο κάρτες εκρού χρώματος που να χωράνε σε φάκελο αλληλογραφίας και κάποιοι από μας που είχαν ταλέντο ζωγράφιζαν σ’ αυτές ευχές για το Πάσχα κι εμείς οι υπόλοιποι αναλαμβάναμε να τις πουλήσουμε. Εκτός απ’ τις ευχές ζωγραφίζαμε και χιουμοριστικά σχέδια με πασχαλινά αυγά και κοτοπουλάκια που πάσχιζαν να βγουν απ’ τα αυγά με διάφορους απίθανους τρόπους. Οι πωλήσεις αυτού του είδους πήγαιναν πολύ καλά και η παραγωγή δεν κάλυπτε τη ζήτηση. Τις κάρτες τις ζωγράφιζαν κυρίως τα κορίτσια και ελάχιστα αγόρια. Τότε αρχίσαμε να πιέζουμε τις συμμαθήτριές μας για περισσότερες κάρτες. Αυτές βέβαια άρχισαν να δυσανασχετούν και οι αρνήσεις τους ήταν όλο και πιο συχνές. Ανάλογες όμως ήταν και οι πιέσεις μας, σε τέτοιο σημείο που είχαμε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των καλλιτεχνών. Συνήθως δίναμε στα κορίτσια ένα πακέτο απ’ αυτές τις κάρτες και απαιτούσαμε γρήγορη παράδοση.  Φυσικά πολλές απ’ τις συμμαθήτριές μας δεν δεχόντουσαν αυτές τις κάρτες κι εμείς, με όση θρασύτητα είχαμε, φροντίζαμε να τους δίνουμε   τα πακέτα την ώρα του μαθήματος, για να μη τολμούν να φέρουν αντιρρήσεις.
Εκείνη την εποχή (δεν θυμάμαι πώς) ήρθε στην κατοχή μου ένα ομοίωμα φιδιού από μαλακό πλαστικό. Το πλαστικό αυτό φίδι είχε σχεδόν τέλεια ομοιότητα στο χρώμα και στο σχήμα με πραγματικό φίδι. Το μαλακό πλαστικό απ’ το οποίο ήταν φτιαγμένο του έδινε και μια ανεπαίσθητη κίνηση, που θα τρόμαζε και τον πιο ψύχραιμο. Το έβαλα σ’ ένα απ’ τα πακέτα των καρτών και το έδωσα την ώρα του μαθήματος της Φυσικής στην Άννα. Αυτή στην αρχή ήθελε ν’ αποφύγει να το πάρει, αλλά μπροστά στην επιμονή μου και φοβούμενη μη τυχόν δώσει στόχο στον καθηγητή, τελικά το πήρε. Το έβαλε μπροστά της πάνω στο θρανίο και με σοβαρότητα παρακολουθούσε δήθεν το μάθημα.
Της έκανα νόημα να το ανοίξει, αλλά αυτή αρνήθηκε. Μετά από επίμονες προσπάθειες παντομίμας που έκανα, την έπεισα να το ανοίξει. Μόλις το άνοιξε, το φίδι κουνήθηκε και η Άννα έβγαλε μια κραυγή και το σκέπασε με το βιβλίο της Φυσικής και το κρατούσε με πίεση πάνω στο πακέτο. Εμείς, όλη η πίσω σειρά των αγοριών, σκάσαμε στα γέλια κι ο καθηγητής προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη με απειλές. Η Άννα, όταν μας είδε να γελάμε, κατάλαβε ότι της κάναμε φάρσα  και προσεκτικά άνοιξε το πακέτο και πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι την κοροϊδεύαμε.
Αφού ηρέμησε λίγο, το έδωσε σε μια άλλη κοπελιά με τα ίδια αποτελέσματα. Φυσικά τα γέλια επαναλήφθηκαν, όπως και η ανησυχία μέσα στην τάξη, πράγμα που εκνεύρισε τον καθηγητή ακόμη περισσότερο. Το πακέτο, αφού πέρασε από αρκετά κορίτσια, έφτασε τελικά στην Κατίνα  Σ., που καθόταν στην αριστερή σειρά των θρανίων, μια ήσυχη και πολύ καλή μαθήτρια. Αυτή πήρε το πακέτο ανυποψίαστη και το άνοιξε.
Η κραυγή τρόμου που έβγαλε  ήταν τόσο δυνατή που ξαφνιαστήκαμε ακόμη κι εμείς που περιμέναμε κάποια αντίδραση από μέρους της. Κρατούσε με δύναμη το καπάκι του πακέτου και σχεδόν έτρεμε απ’ τον φόβο της. Ο καθηγητής εκνευρισμένος κατέβηκε απ’ την έδρα, πήγε δίπλα της και επιτακτικά της ζήτησε ν’ ανοίξει το πακέτο. Η καημένη η Κατίνα προσπαθούσε να τον πείσει πως δεν έπρεπε ν’ ανοίξουν το πακέτο. Ο καθηγητής ανυπόμονος άπλωσε το τεράστιο χέρι του και άνοιξε το πακέτο.
Τότε έγιναν συγχρόνως διάφορα γεγονότα που έκαναν την τάξη μπάχαλο. Η Κατίνα άρχισε να ουρλιάζει και να προσπαθεί να ανεβάσει τα πόδια της επάνω στο θρανίο, τα κορίτσια που καθόταν δίπλα της τη μιμήθηκαν και τα χοντρά δάχτυλα του καθηγητή έπιασαν μαζί με το καπάκι και το φίδι που το έριξε στο πάτωμα. Αυτό από αντίδραση, σύμφωνα με τους νόμους της Φυσικής, άρχισε να κουνιέται και  να ταλαντεύεται σαν να ήταν ζωντανό. Ο καθηγητής με απίστευτη ετοιμότητα άρχισε να το πατάει με το τακούνι του παπουτσιού του με όση μανία διέθετε. Εμείς οι υπόλοιποι ξεσκιστήκαμε στα γέλια. Ο Φυσικός γρήγορα κατάλαβε τι συμβαίνει κι έβαλε κι αυτός τα γέλια. Φρόντισε να ηρεμήσει την Κατίνα και τις άλλες μαθήτριες, έβαλε το φιδάκι στην τσέπη του και το μάθημα πήγε «περίπατο».
Ο εν λόγω καθηγητής είχε τη συνήθεια να εξετάζει πολλούς μαθητές συγχρόνως, τους οποίους  είχε όρθιους μπροστά στον πίνακα και τους έβαζε με τη σειρά να πούνε το μάθημα. Συνήθως, απ’ τον κατάλογο που είχε, φώναζε οχτώ-εννέα άτομα κι αυτός καθισμένος στην έδρα βαθμολογούσε κι αναλόγως σατίριζε ή (σπανίως) επαινούσε τους εξεταζόμενους. Σε μια απ’ αυτές τις εξετάσεις η Άννα δεν κατάφερε να γλιτώσει και αναγκαστικά σηκώθηκε για να πει το μάθημα. Φρόντισε όμως εντέχνως να λάβει θέση μετά από μια μεγαλόσωμη συμμαθήτριά μας. Ενώ ο πρώτος συμμαθητής μας απαντούσε στις ερωτήσεις του εξεταστή, αυτή με απίστευτη ψυχραιμία έβγαλε απ’ την τσέπη της μια σελίδα απ’ το βιβλίο της Φυσικής και την καρφίτσωσε στο παλτό της μεγαλόσωμης συμμαθήτριας μας. Εμείς που το αντιληφθήκαμε κάθε τόσο κάναμε φασαρία, για να της δώσουμε χρόνο να διαβάσει την απάντηση που έπρεπε. Άνετα και με μεγάλη ευχέρεια απάντησε σε ότι την ρώτησε ο καθηγητής και τσίμπησε το «άριστα». Φυσικά το να ξεκαρφιτσώσει τη σελίδα μετά ήταν το μόνο εύκολο.
Το μάθημα της Φυσικής το αντιπαθούσε η Άννα περισσότερο από κάθε άλλο μάθημα και προσπαθούσε ν’ αποφύγει την πιθανότητα να εξεταστεί, γιατί ήταν βέβαιη για την αποτυχία της. Μια μέρα, προς το τέλος της σχολικής χρονιάς, λίγο πριν μπει ο καθηγητής, μου είπε: «Όφουου! Σήμερα αν με σηκώσει στο μάθημα, κάηκα! Ούτε ποιο κεφάλαιο έχουμε δεν κατέω…». Και προσπαθούσε να βρει ένα τρυκ για να γλιτώσει την εξέταση, όπως έκανε συνήθως.  Εκείνη τη στιγμή, τελείως αυθόρμητα και χωρίς να το σκεφτώ, χαμογέλασα σαρκαστικά και μόλις μπήκε  ο καθηγητής σήκωσα το χέρι και ζήτησα τον λόγο. Μόλις μου τον έδωσε, σηκώθηκα απ’ τη θέση μου και είπα: «Κύριε καθηγητά σήμερα απ’ ό,τι μου είπε η Άννα, είναι πολύ καλά διαβασμένη και θα ήθελε να εξεταστεί».
Όλη η τάξη έμεινε άφωνη απ’ τη δήλωσή μου και  μόνο το μουρμουρητό της Άννας που μου εκτόξευε κατάρες και απειλές ακουγόταν αμυδρά. Ο καθηγητής χαμογελώντας είπε: «Ας κάνουμε λοιπόν το χατίρι της Άννας και ας έρθει να μας πει το μάθημα». Η συμμαθήτριά μας, αφού με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που έσταζε δηλητήριο, σηκώθηκε με κατεύθυνση προς τον πίνακα για την εξέταση. Εκεί δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα. Ανάμεσα στ’ αναφιλητά της εξήγησε, ότι μου είχε πει ακριβώς το αντίθετο και ο καθηγητής, με μια απρόσμενη κίνηση μεγαλοθυμίας, της είπε να καθίσει στη θέση της χωρίς να τη βαθμολογήσει αναλόγως.
Όταν την είδα να κάθεται στο θρανίο και να σκύβει συνεχίζοντας να κλαίει (βασικά απ’ τα νεύρα της) κι αφού αντιμετώπισα τα βλέμματα των υπόλοιπων συμμαθητών μου που με κοίταζαν σαν να ήμουν βδέλυγμα, κατάλαβα το λάθος μου. Ήταν όμως πολύ αργά για να διορθώσω οτιδήποτε. Στο διάλειμμα κι ενώ προσπάθησα να την πλησιάσω και να της ζητήσω συγγνώμη, αυτή (δικαίως) με περιφρονούσε. Δεν μου μίλησε μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Τριάντα χρόνια μετά, στη συγκέντρωση των συμμαθητών, μου μίλησε κι έδειξε πως δεν μου κρατούσε κακία, αν και δεν παρέλειψε να μου θυμίσει το περιστατικό. Από τότε, τις λίγες φορές που συναντιόμαστε στην Αθήνα, το θυμόμαστε και γελάμε.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΛΑΧΑΚΗΣ   



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ