Σχεδόν 30.000 άνθρωποι με νοσογόνο παχυσαρκία θα λάβουν SMS με την ειδοποίηση ότι εντάσσονται στο προληπτικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της.
Περιλαμβάνει δωρεάν ιατρική επίσκεψη σε συμβεβλημένη δημόσια δομή και δωρεάν παροχή διατροφικής συμβουλευτικής, συνταγογράφηση φαρμακευτικής αγωγής και επαναληπτική ιατρική επίσκεψη για την παρακολούθηση της πορείας.
Στόχος η σταδιακή απώλεια βάρους, η υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών και η μακροχρόνια διαχείριση του βάρους, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην πρόληψη σοβαρών καρδιαγγειακών επιπλοκών.
Οι δικαιούχοι που έχουν ενεργοποιήσει την άυλη συνταγογράφηση λαμβάνουν το παραπεμπτικό τους ηλεκτρονικά, ενώ όσοι δεν την έχουν ενεργοποιήσει μπορούν να προγραμματίσουν την επίσκεψή τους με τη χρήση του ΑΜΚΑ τους, χωρίς οικονομική επιβάρυνση.
Ο αναπληρωτής καθηγητής παθολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Θεοδόσιος Φιλιππάτος μιλώντας για τα σκευάσματα κατά της παχυσαρκίας είχε εξηγήσει ότι:
«Διαμέσου επιδράσεων στον εγκέφαλό και σε άλλα όργανα του σώματος μας, τα νεότερα φάρμακα μειώνουν την πείνα, επιβραδύνουν την κένωση του στομάχου προκαλώντας αίσθημα γρήγορου κορεσμού και μειώνουν την πρόσληψη τροφής.»
Ήδη από τις πρώτες ημέρες πολλά άτομα εμφανίζουν μειωμένη όρεξη.
Η σταδιακή μείωση βάρους συνήθως εμφανίζεται μέσα σε 2-3 μήνες, καθώς ανεβαίνει σταδιακά η δόση. Στις μεγάλες μελέτες σημαντική απώλεια σωματικού βάρους παρατηρείται στους 3–6 μήνες και συνεχίζει συνήθως μέχρι τους 12–18 μήνες.
Έχει επισημάνει ότι η ανταπόκριση σε κάθε άτομο είναι διαφορετική, οπότε κατά τη διάρκεια της θεραπείας πρέπει να διατηρείται επαφή με τον ιατρό για τυχόν αναγκαίες προσαρμογές.
Σύμφωνα με τον κ. Φιλιππάτο, αυτές οι θεραπείες είναι χρόνιες, αν διακοπούν, πολλά άτομα τείνουν να ανακτούν μέρος του βάρους μέσα σε μήνες.
Για αυτόν το λόγο συστήνεται ιατρική και διατροφολογική παρακολούθηση, ενώ πολύ σημαντικός είναι και ο ρόλος της άσκησης.
«Κάθε φάρμακο έχει πιθανές παρενέργειες και κινδύνους», επεσήμανε ο κ.Φιλιππάτος σημειώνοντας:
Τα ενέσιμα φάρμακα συχνά προκαλούν συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα, κυρίως αίσθημα ναυτίας, τάση για έμετο, διάρροια, δυσκοιλιότητα.
Πιο σοβαρές παρενέργειες δεν είναι συχνές στην κλινική πράξη.
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται μία μικρή αύξηση της πιθανότητας για εμφάνιση παγκρεατίτιδας, ενώ άτομα με ένα ειδικό τύπο κακοήθειας του θυρεοειδούς δεν πρέπει να λαμβάνουν τα νεότερα ενέσιμα φάρμακα.























