ΚΡΗΤΗ

Αρκάδι: Τη 9η Νοεμβρίου 1866 – Τα προ του Ολοκαυτώματος γεγονότα

154 χρόνια συμπληρώνονται τις ημέρες αυτές από το Ολοκαύτωμα της Ιστορικής Ιεράς Μονής Αρκαδίου και χρέος μας είναι να ενθυμούμεθα και να τιμούμε κατ’ έτος αυτήν την ηρωική θυσία. Τα όσα διαδραματίστηκαν τότε είναι ασφαλώς γνωστά. Θα ήταν ενδιαφέρον όμως να εξετάσουμε τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Θα επικεντρωθούμε λοιπόν στην παρουσίαση των ενεργειών της Επαναστατικής Επιτροπής των Κρητών.

Γράφει η Στέλλα Μαρινάκη, Ιστοριοδίφης

Ίσως πολλοί δεν γνωρίζουν ότι η πρώτη σπίθα της Επανάστασης του 1866 άναψε στα Τεμένια Σελίνου! Και συγκεκριμένα όταν την νύχτα της 15ης προς την 16η Αυγούστου 1866 σαράντα Τούρκοι από την Κάνδανο προσπάθησαν να διέλθουν από το χωριό προφασιζόμενοι ότι θα πάνε στον Πλατανέ για να συλλέξουν μέλι. Όταν έφτασαν μπροστά από το στρατόπεδο των συναθροισθέντων Κρητικών[i] αυτοί τους αντελήφθησαν και τότε οι Τούρκοι άρχισαν να τους χλευάζουν και να τους απειλούν. Η συμπλοκή που, όπως ήταν αναμενόμενο, ξέσπασε, είχε έναν νεκρό και δύο τραυματίες Τούρκους. Αποτέλεσμα ήταν οι Τούρκοι της Κανδάνου[ii] να λεηλατήσουν και να καταστρέψουν το χριστιανικό χωριό Πλεμενιανά. Οι Κρητικοί εν συνεχεία επετέθησαν στο Τουρκικό φυλάκιο στην θέση Σταυρός, το κατέλαβαν, έκλεισαν τα στενά προς το Κακοδίκι και οι Τούρκοι της Κανδάνου βρέθηκαν σε στενή πολιορκία.

Το πρώτο αυτό πολεμικό σάλπισμα από το Σέλινο ενθουσίασε στο άκουσμά του τα 60 μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής που είχαν συγκεντρωθεί στα Σφακιά, με σκοπό να αποφασίσουν για τον τρόπο και την ημερομηνία της Επανάστασης. Αυτά τα γεγονότα του Σελίνου ήταν όντως κάπως πρόωρα, αλλά αφού συνέβησαν, η έναρξη των ενεργειών της Επιτροπής δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Οι διστακτικοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στις πιέσεις των βιαστικών και να συναινέσουν στην απόφαση κήρυξης της Επανάστασης εναντίον του Σουλτάνου.

Αποφασίστηκε λοιπόν να συνταχθούν δύο ψηφίσματα και να σταλούν, το μεν πρώτο στους Προξένους των Προστάτιδων Δυνάμεων, το δε δεύτερο στους Προξένους των άλλων Δυνάμεων. Παρατίθενται στη συνέχεια αυτούσια (τηρώντας την ορθογραφία τους):

1ο Ψήφισμα:

«Η Γενική Συνέλευσις των Κρητών συνελθούσα εις τακτικήν και πλήρη συνεδρίασιν και θέλουσα να εκπληρώσει πιστώς την εντολή του λαού και να φέρη εις αίσιον πέρας τον τελευταίον και σταθερόν αυτού πόθον. Αναλογιζομένη δε ότι μετά τον Ιερόν υπέρ της Ανεξαρτησίας Αγώνα από του 1821-1830, άπας σχεδόν ο τόπος ήτο ελεύθερος, ην ήττον ο λαός της Κρήτης, καταδικασθείς υπό εσφαλμένης διπλωματίας να υποκύψει τον αυχένα εις τον ζυγόν, υπό όρους εγνωσμένους, ουδέποτε όμως εδιοικήθει υπό τους όρους τους οποίους έθεσαν οι προστάτιδες τρεις Μεγάλες Δυνάμεις. Και ότι συνεπεία αυτών των δικαιωμάτων του, ως επανειλημμένως, άδραξε τα όπλα προς ανακούφισιν εκ των δεινών του, ως το έτος 1833, 1841 και 1858, ότε και απέσπασεν προνόμια τινά, ουδέποτε όμως πραγματοποιηθέντα.

Βλέποντες ότι άπαντες οι υπό τας πολιτισμένας Κυβερνήσεις λαοί, προάγονται και ευδαιμονούν ηθικώς και υλικώς, ο δε Κρητικός λαός καταδικάσθη να οπισθοχωρεί και να μένει εις το παχυλόν σκότος της αμαθείας και την εσχάτην πενίαν, κυβερνώμενος υπό του Κορανίου.

-Επειδή εις τα δίκαια παράπονα και τα προνόμια του λαού, άτινα η κατ’ εκλογήν αυτού σχηματισθείσα προ πέντε μηνών «Γενική Συνέλευσις των Κρητών», διά ταπεινής αναφοράς παρέστησε προς την Α.Μ. τον Σουλτάνον και εζητήσατο την θεραπείαν των κακών και την εφαρμογήν των Δικαιωμάτων και Προνομίων του[iii]. Αντί ευγενούς παραδοχής αυτών, η Τουρκική εξουσία, επεσωρεύσασα στρατούς και στόλους εις την νήσον, απάντησε τέλος μετά τρεις μήνας αρνητικώς και απειλητικώς εις την μετριόφρονα και ευγενή αυτή συμπεριφορά του λαού.

-Επειδή υπό την Τουρκικήν εξουσίαν ο Χριστιανικός λαός ουδέποτε και ουδεμίαν χαίρει ασφάλειαν ζωής, τιμής και ιδιοκτησίας του, εις δε την παρούσαν περίστασιν ιδίως, τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα και οι εντόπιοι Μουσουλμάνοι διεδράσκοντο πλείστας βαρβαρότητας, ιεροσυλίας, βεβηλώσεις, εκβιάσεις και πλείστα όσα άλλα αδικήματα και κακουργήματα.

-Επειδή ουδεμία ηθική ούτε υλική πρόοδος είναι δυνατόν να επιτευχθή, εις αιώνα τον άπαντα, παρά τοιαύτης εξουσίας. Αφ΄ου εκ των Χριστιανικών οικογενειών, άλλαι μεν ησφαλίσθησαν εις τα όρη και τα δάση, άλλαι δε εις την φιλόξενον γην της Ελλάδος μακράν του πατρίου Κρητικού εδάφους.

Δι’ όλα ταύτα, η Γενική Συνέλευσις των Κρητών, κατά την εντολήν και τον γενικόν πόθον του λαού

ΕΓΚΡΙΝΕΙ ΚΑΙ ΨΗΦΙΖΕΙ:

Α) Καταργεί δια παντός επί της Νήσου Κρήτης και πάντων των εξαρτημάτων αυτής την Τουρκικήν εξουσίαν.

Β) Κηρύττει την αδιάσπαστον και παντοτινήν Ένωσιν της Κρήτης και παντών των εξαρτημάτων αυτής μετά της Μητρός Ελλάδος, υπό το σκήπτρον της Α. Μεγαλειότητος του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α’.

Γ) Η εκτέλεσις του ψηφίσματος τούτου ανετέθη εις την ανδρείαν του Γενναίου Λαού της Κρήτης, εις την συνδρομήν των ομοφύλων και ομογενών και πάντων των φιλελλήνων, εις την κραταιάν μεσολάβησιν των Προστατιδών και Εγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων και εις την Παντοδυναμίαν του Υψίστου Θεού.

Εγένετο εν Σφακίοις της Κρήτης

Τη 21ην Αυγούστου 1866»

Έπονται οι υπογραφές των μελών της συνέλευσης[iv].

2ον ψήφισμα:

Ήταν πανομοιότυπο του πρώτου (εκτός της αρχικής του διατύπωσης) στην έγκριση και στο ψήφισμα και έφερε επίσης την ίδια ημερομηνία και τις υπογραφές των μελών της επιτροπής που εκπροσωπούσε τις περιοχές και τον λαό της Κρήτης.

Τα δύο αυτά ψηφίσματα επιδόθηκαν στους προξένους των Μ. Δυνάμεων και της Ελλάδας στα Χανιά στις 27 Αυγούστου 1866. Μετά την ενέργεια αυτή τέλεσαν δοξολογία, ευλογήθηκε η σημαία και με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» και αποφασίστηκε να ξεκινήσουν από τον Αποκόρωνα κτυπώντας τον Αιγυπτιακό στρατό που είχε στρατοπεδεύσει στις Βρύσες. Το σχέδιο αυτό και η ξαφνική επίθεση είχε επιτυχία τις 3-4 πρώτες ημέρες. Οι Αιγύπτιοι και οι προτρέξαντες προς βοήθεια τους Τούρκοι από τα Χανιά απωθήθηκαν, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 40 νεκρούς, πολλούς τραυματίες[v], και 23 συλληφθέντες αιχμαλώτους, όπως επίσης μεγάλη ποσότητα πολεμικού υλικού και εφοδίων.

Στις 31 Αυγούστου οι εναπομείναντες Αιγύπτιοι ζήτησαν ανακωχή και ασφαλή δίοδο για να φύγουν από τον Βάμο προς τις Καλύβες, όπως και έγινε αυθημερόν. Η είδηση της νικηφόρας επίθεσης των Επαναστατών έφτασε σε όλη την Κρήτη, σκορπώντας ενθουσιασμό και συγκίνηση[vi]. Εκατοντάδες εθελοντές έσπευσαν να ενταχθούν με τους επαναστάτες και να πολεμήσουν για την ελευθερία του νησιού τους. Εθελοντές έφταναν όμως και από άλλες περιοχές της ελεύθερης Ελλάδος για να συνδράμουν τους Κρήτες αδελφούς, ενώ έρανοι που πραγματοποιούντο συγκέντρωναν εφόδια, φάρμακα, οπλισμό, για να αποσταλούν στο νησί.

Αυτή η πρώτη μεγάλη επιτυχία των Επαναστατών και οι άλλες που ακολούθησαν σε διάφορες περιοχές αργότερα, καθώς και η ολοένα αυξανόμενη προσέλευση εθελοντών, θορύβησε τον Μουσταφά Πασά (αυτόν που επί 27 συναπτά έτη υπήρξε ο δυνάστης του Κρητικού λαού, που προσπάθησε να δελεάσει και να κολακεύσει τους Κρητικούς, εκδίδοντας στις 2 Σεπτεμβρίου 1866 προκήρυξη δια της οποίας τους καλούσε «..να εγκαταλείψουν την επανάσταση, να επιστρέψουν εις τα ειρηνικά τους έργα και θα πραγματοποιούσε εν καιρώ όσα θα του ζητούσαν…». Τους έδινε μάλιστα προθεσμία να του απαντήσουν, αλλιώς «…μετά την παρέλευσιν και την εκπνοήν της προθεσμίας των 5 ημερών θα επιβληθεί η τάξις δια της βίας…».

Από το χωριό «Κάμποι» Κεραμειών Χανίων η επιτροπή των επαναστατών του απαντά έμμεσα:

«Προς άπαντα τον Κρητικόν λαόν,

Γενναίοι συμπατριώται,

Ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος επί τριάκοντα σχεδόν έτη ετυράννησε την πατρίδα μας και εκρέμασε εις τα δένδρα τους μάρτυρας της ελευθερίας της[vii], ο τύραννος αυτός Μουσταφά Πασάς λεγόμενος, ήρθε δια να μας υποτάξει αύθις υπό ζυγόν. Γνωρίζοντες το κοινόν φρόνημα του τόπου και βέβαιοι όντες περί των ευγενών αισθημάτων σας υπέρ της πατρίδος, κρίνομεν όλως περιττήν πάσαν συμβουλήν, αποτεινώμενοι εις τον πατριωτικόν χαρακτήραν σας.

Το σύνθημά μας «Ένωσις ή Θάνατος», το οποίον η Κρήτη άπασα ανεκήρυξε, δίδει την πρέπουσαν απάντησιν εις τα Χάλτια, δια των οποίων ζητεί πάλιν ο τύραννος να μας γελάσει. Πριν ακόμη αρχίσωμεν τον πόλεμον, η Ευρώπη εσκέπτετο δια την Ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος, ο δε Σουλτάνος θαρρεί πως είμεθα ζώα και θέλει να μας χαλινώσει.

Δια του κρότου των πυροβόλων και των τροπαίων της νίκης απαντήσατε, ως μέχρι τούδε εις τον τύραννον, ότι δεν είσθε ραγιάδες, αλλά Έλληνες ελεύθεροι και πατρίδαν έχοντες την Ελλάδα και βασιλέα τον Γεώργιον Α’ των Ελλήνων.

Ο δε δίκαιος θεός θα ευλογήσει τον αγώνα μας»

Εν Κάμπους τη 7η Σεπτεμβρίου 1866

Η Γενική Συνέλευσις

(έπονται οι υπογραφές των μελών

Της Επαναστατικής Επιτροπής)

Αυτή η πρώτη μεγάλη επιτυχία των επαναστατών αναπτέρωσε το ηθικό των Κρητών, όπως συνέβη και με άλλες νικηφόρες μάχες που ακολούθησαν στο Ηράκλειο και στο Ρέθεμνος, με αποκλεισμούς των Τουρκοαιγυπτίων. Εξήγειρε όμως συγχρόνως τα θηριώδη ένστικτα των Τούρκων, οι οποίοι προέβησαν σε σειρά φρικτών εγκλημάτων εναντίον αθώων Χριστιανών σ’ όλο το νησί[viii].

Ο Μουσταφά Πασάς, τον οποίο ο Σουλτάνος θεωρούσε ως τον μόνον άξιο να καταστείλει την επανάσταση και να τρομοκρατήσει τους Κρητικούς με τις θηριωδίες του, είχε ενημερωθεί ότι η Επαναστατική Επιτροπή βρισκόταν στην Ι.Μ. Αρκαδίου. Η Επιτροπή είχε αναχωρήσει από τα Σφακιά κατόπιν παρακλήσεως των Σφακιανών, οι οποίοι φοβούμενοι ότι η εισβολή των Τούρκων στην περιοχή τους, εκτός από τους βανδαλισμούς και τις καταστροφές, έθετε σε κίνδυνο και τα εκατοντάδες γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει εκεί για να σωθούν. Γι’ αυτό απαίτησαν την αναχώρηση της Επιτροπής των Επαναστατών, η οποία έκτοτε εγκαταστάθηκε στο Αρκάδι. Ο Μουσταφά πίστευε ότι με τις σφαγές θα μπορούσε να αφοπλίσει και να διαλύσει την Επιτροπή, τερματίζοντας έτσι την εξέγερση των Κρητικών. Για να προλάβει την επέκταση της επανάστασης στο Ρέθυμνο, αποφάσισε να ξεκινήσει από το Αρκάδι με 6.000 πεζούς στρατιώτες, 200 ιππείς, 1200 Αλβανούς, που μαζί με τους Τούρκους που έφτασαν από το Ρέθυμνο και τους ατάκτους, που έρχονταν από τα γύρω χωριά, συγκέντρωσε αρχικά μια στρατιά 12.000 ανδρών, η οποία έφτασε ανενόχλητη μέχρι την Μονή Αρκαδίου το πρωί της 8ης Νοεμβρίου 1866[ix].

Την ώρα που δια των σαλπισμάτων οι Τούρκοι ειδοποιούσαν για την άφιξή τους γύρω από τον εξωτερικό περίβολο της Μονής, ο ηγούμενος Γαβριήλ μέσα στο ιερό σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό, προσευχήθηκε σιωπηλά και ύστερα απευθύνθηκε προς τον λαό που παρακολουθούσε την λειτουργία και είπε:

«Παιδιά μου, κατά το Ιερόν Ευαγγέλιον μας

Θάνατος δεν υπάρχει αλλά μετάβασις εις τους ουρανούς.

Ας πολεμήσομεν λοιπόν ηρωικώς, και ας μεταβώμεν εις τον πλάστην μας

Με το μέτωπον καθαρόν. Ζήτω η ελευθερία…».

Και ο φρούραρχος του Αρκαδίου, ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος, εξ Αρκαδίας, στον οποίο είχε εμπιστευτεί ο Π. Κορωναίος την υπεράσπιση της Ι. Μονής μίλησε στους πολεμιστές με επιβλητική φωνή λέγοντας:

«Θα πολεμήσωμεν ως άνδρες διά των πίστην

Και την πατρίδα εδώ που μας πολιόρκησαν οι Τούρκοι.

Εις τας θέσεις σας πολεμισταί».

Αμέσως όλοι έλαβαν τις θέσεις τους γύρω από την εσωτερική πλευρά του τείχους στις πόρτες και στα παράθυρα. Η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων έναντι των αμυνομένων ήταν συντριπτική. Παρόλα αυτά όμως οι έγκλειστοι – πολιορκημένοι της Μονής απέρριψαν και τις 3 προτάσεις των Τούρκων για συνθηκολόγηση και παράδοση του μοναστηριού, προτιμώντας να το υπερασπιστούν. Ο Πάνος Κορωναίος είχε ωστόσο προειδοποιήσει ότι η Μονή δεν είναι κατάλληλο σημείο για άμυνα.

Η πρώτη ημέρα της Μάχης είχε μεγάλες απώλειες για το Τουρκικό στρατόπεδο και ελάχιστες για το Ελληνικό. Την κρίσιμη νύχτα της 8ης – 9ης Νοεμβρίου, δύο αγγελιοφόροι έφυγαν κρυφά από πλαϊνές πόρτες κομίζοντας δύο επιστολές της επιστολές της Επαναστατικής Επιτροπής προς τον Π. Κορωναίο:

«Εν Μονή Αρκαδίου τη 8η Νοεμβρίου 1866 ώρα 7 μ.μ.,

Ευρισκόμεθα εις στενήν πολιορκίαν από το πρωί.

Είμεθα δυνατοί και δυνάμεθα να αντέξωμεν όπως πρέπει.

Σας παρακαλούμεν όμως να μας δώσετε την βοήθειάν σας,

Την οποία όμως δεν πιστεύομεν να μας αρνηθείτε ποτέ.

Σας περιμένομεν αρχηγέ μας και ο θεός βοηθός».

Η Επιτροπή του Τμήματος Ρεθύμνης

Καθηγούμενος Γαβριήλ Μαρινάκης,

Γ. Χαιρέτης, Γ.Α. Σαουνάτσος, Δ. Ν. Σκορδαλός, Ε. Μελισσιώτης,

Ο Γραμματέας Γεώργιος Πορτάλιος.

Ο Φρούραρχος Ιωάννης Δημακόπουλος.

(Ακολουθούν οι υπογραφές των Καπεταναίων).

2η επιστολή:

«Γενναιότατε αρχηγέ Π. Κορωναίε,

Προφθάσατε μίαν ώραν ταχύτερον διότι μας έκλεισε

Και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς.

Εν βία μεγίστη.

Εν Αρκαδίω τη 8ην Νοεμβρίου 1866,

Καθηγούμενος Γαβριήλ

Ι. Δημακόπουλος.

Ο Κορωναίος απάντησε ευθύς με τον ίδιο αγγελιοφόρο:

«Θέλομεν πράξει παν το δυνατόν όπως έλθομεν εις βοήθειάν σας,

Αλλά μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσομεν περί τούτου, πράξατε ό,τι

Η συνείδηση σας υπαγορεύει…»[x].

Την νύχτα εκείνη ο Γαβριήλ λειτούργησε και κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων όλους τους εγκλείστους στο μοναστήρι, ενώ με τους πατριωτικούς λόγους του, τους εμψύχωνε.

Τα όσα τραγικά συνέβησαν την επομένη, 9η Νοεμβρίου, είναι σε όλους γνωστά. Ο ηρωισμός των υπερασπιστών τις Μονής και οι ωμότητες των βάρβαρων Τούρκων κατακτητών του, ξεπέρασαν τα όρια της Ελλάδας και έγιναν γνωστά παντού στην Ευρώπη[xi].

Η εθελοθυσία του Αρκαδίου συντάραξε τον πολιτισμένο κόσμο της Δύσης και συγκίνησε την κοινή γνώμη. Στον τύπο της εποχής έγραψαν θερμά λόγια συμπαράστασης πολλές επιφανείς προσωπικότητες και διανοούμενοι. Εξέφρασαν έτσι την αμέριστη υποστήριξη τους στα δίκαια και τους ευσεβείς πόθους του αγωνιζόμενου και θυσιαζόμενου λαού της Κρήτης, για ελευθερία, ανεξαρτησία και Ένωση μετά της μητρός Ελλάδος.

[i] Στην ίδια περιοχή συναθροισθέντες Σελινιώτες και άλλοι Κρητικοί εσήμαναν το πρώτο πολεμικό σάλπισμα της Επαναστάσεως τον Μάιο του 1821.

[ii] Στην Κάνδανο οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει φυλάκια με 100 άνδρες έκαστο, καθώς και στρατιωτική δύναμη αποτελούμενη από 2000 στρατιώτες. Εκτός βέβαια τους ατάκτους και τις έκτακτες εφεδρείες των Τούρκων κατοίκων της περιοχής.

[iii] Τα προνόμια που αναφέρονται στην επιστολή, χωρίς να έχουν επαρκώς τηρηθεί, αφορούν αυτά που ορίστηκαν με το Χάτι Χουμαγιούν. Επικυρώθηκαν και στην Κρήτη μετά την επανάσταση του 1858 (γνωστή και ως «Κίνημα του Μαυρογένη» με επίκεντρο τα Μπουτσουνάρια Κυδωνίας, όπου συνήλθε ξανά η Επαναστατική Επιτροπή το 1866). Μετά την Επανάσταση του 1866 ο σουλτάνος αναγκάστηκε να προβεί σε νέες μεταρρυθμίσεις και να παραχωρήσει τον λεγόμενο Οργανικό Νόμο (1868).

[iv] Τα μέλη που εκπροσωπούσαν την Γενική Συνέλευση των Κρητών, και ουσιαστικά αποτελούσαν την επαναστατική επιτροπή, ήταν εκλεγμένα από τους κατοίκους όλων των επαρχιών της Κρήτης και ήταν άτομα ευυπόληπτα και κοινής αποδοχής. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται οι εξής: ο Μιχαήλ Κόρακας, ο Μιχαήλ Τσουδερός, ο Χατζή-Μιχάλης Γιάνναρης, ο Κωνσταντής Κριάρης, ο Κωσταρός Βολουδάκης, ο Αναγνώστης Σκαλίδης, ο Α. Μανουσογιαννάκης και αρκετοί άλλοι. Συμμετείχαν μάλιστα στην Επιτροπή και επιφανείς κληρικοί, όπως ο Παρθένιος Περίδης και ο Παρθένιος Κελαϊδής.

[v] Ο Αιγυπτιακός στρατός στην Κρήτη, μετά και την παραχώρηση του νησιού στον Μωχάμεντ Άλη της Αιγύπτου (1830-1840), αριθμούσε έως την 20ην Σεπτεμβρίου 1866 περί τους 42000 άνδρες, σύμφωνα με αναφορά του Έλληνα προξένου στα Χανιά, Νικόλαου Σακόπουλου.

Άλλωστε, λίγες μέρες πριν, στις 13 Σεπτεμβρίου, είχε αποβιβαστεί στην Σούδα δύναμη 6000 ανδρών, υπό τας διαταγάς του Υπουργού Στρατιωτικών της Αιγύπτου, Ισμαήλ Πασά, εις αντικατάσταση του Σαχίν Πασά, ο οποίος ανεχώρησε αυθημερόν για την Αλεξάνδρεια. Ο Ισμαήλ Πασάς ήταν Κρητικός στην καταγωγή από το Λασίθι και εξισλαμίσθηκε στην παιδική του ηλικία. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Παπαδάκης. Την πραγματικά πολύ περίεργη και περιπετειώδη ζωή του περιγράφει η Ρέα Γαλανάκη στο βιβλίο της: «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά».

[vi] Οι Έλληνες της Ελεύθερης Ελλάδος επανηγύριζαν για την απροσδόκητη αυτή επιτυχία της επανάστασης και θεωρούσαν ότι σύντομα το όνειρο της Ένωσης θα γινόταν πραγματικότητα. Η είδηση της νίκης των Κρητικών έσπειρε τον τρόμο στα Τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα, που για πρώτη φορά αντιμετώπιζαν τόσες απώλειες στρατιωτών και πολεμικού υλικού. Ο Έλληνας πρόξενος στην Αλεξάνδρεια Ζυγομαλάς σε αναφορά του λέει: «διεκομίσθησαν εις Αίγυπτον 900 τραυματίαι στρατιώται εκ Κρήτης… η μεταφορά δε τόσου μεγάλου αριθμού τραυματιών εδημιούργησε δυσφορίαν και γογγυσμούς κατά του Αντιβασιλέως, διότι περιέπλεξεν την Αίγυπτον εις τοιούτον αιματηρόν αγώνα».

Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι ο Σαχίν Πασάς ανεκλήθη και παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο.

[vii] Αναφερόταν στους 50 απαγχονισθέντες κατ’ εντολή του Μουσταφά Πασά στο χωριό Μουρνιές Κυδωνίας, κατά την εξέγερση του 1833.

[viii] Σε αναφορά των πληρεξουσίων Ηρακλείου της 30ης Σεπτεμβρίου 1866, περιγράφονται σφαγές και λεηλασίες που προκάλεσαν οι Τούρκοι εναντίων αθώων, αμάχων και γυναικόπαιδων. Χαρακτηριστικό είναι το σημείο της αναφοράς προς τους προξένους των μεγάλων Δυνάμεων: «άπαν το άοπλον καταδιωκόμενον αιφνιδίως υπό του εχθρού, πλήθος γυναικοπαίδων, των ασθενών, των γερόντων, αφού είδε πυρπολούμενα τα χωριά του, βεβηλωμένα τα θυσιαστήριά του, κατεσφαγμένας τας συζύγους δια μαχαίρας, τα χωριά είναι γεμάτα τοιούτων θυμάτων…. Μόνο εις εν αλώνιον του χωριού Κρουσώνος εις Μαλεβύζιον ευρίσκονται εκατόν είκοσι αποκεφαλισμένα παιδιά…». Εις την θηριωδία αυτή, οι Εγγυήτριες δυνάμεις ουδόλως συγκινήθηκαν ούτε έκαναν σοβαρές διαμαρτυρίες προς την Τουρκική διοίκηση. Διότι κατά βάθος δεν επιθυμούσαν την Ένωση στην παρούσα φάση.

[ix] Η στρατιά των Τούρκων προέλασε ανενόχλητη έως την Ι. Μονή Αρκαδίου. Υπολογίζεται ότι τελικά έφτασε μέχρι και τις 20-23 χιλιάδες άνδρες. Η φιλοπρωτία ορισμένων Κρητικών Αρχηγών οδήγησε σε τάσεις διχασμού πάνω στην κρισιμότερη στιγμή. Μάλιστα ο Αμερικανός Πρόξενος στα Χανιά Stillman, σε αναφορά του χαρακτηρίζει: «..τον μεν Κριάρη ανδρειότατον, τον Χατζημιχάλη Γιάνναρη ως τον πλέον αξιοσημείωτον χαρακτήρα, τον Π. Κορωναίο ικανότερον των Ελλήνων αξιωματικών, τον Ζυμβρακάκη ως τον μόνον που δεν ριψοκινδύνευε το ασφαλές καταφύγιο του στον Ομαλό… παρόλο που πέτυχε κάποιες νίκες στην Αγία Ρουμέλη». Το συμπέρασμα ήταν ότι «..Η καρδιά της Επανάστασης έπαλλε παντού, ενώ η κεφαλή ουδαμού εφαίνετο…». Αρκετοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αν επικρατούσε η ομόνοια, υπό έναν ικανό αρχηγό, η έκβαση της επανάστασης του 1866 θα μπορούσε να είναι διαφορετική.

[x] Ο Κορωναίος έσπευσε πράγματι με άνδρες Μυλοποταμίτες σε μια προσπάθεια να καλύψει τη Νότια πλευρά, επειδή νόμιζε ότι οι έγκλειστοι στη Μονή θα τολμούσαν να επιχειρήσουν την νύχτα έξοδο. Έγινε όμως αντιληπτός από τους Τούρκους και αναγκάστηκε να οδηγηθεί στο απέναντι ύψωμα, Κουλέ, επιχειρώντας από εκεί χωρίς επιτυχία.

[xi] Οι απόψεις για τον ακριβή αριθμό θυμάτων της Μονής διίστανται: Ο επίσκοπος Τιμόθεος Βενέρης στο βιβλίο του «Το Αρκάδι δια των αιώνων», αναφέρει ότι εντός της Μονής βρισκόταν 945 πολίτες και μοναχοί. Απ’ αυτούς φονεύθησαν οι 768, ενώ οι 114 αιχμαλωτίστηκαν και 3-4 διέφυγαν. Ο Π. Κορωναίος σε ένθεσή του προς την Κεντρική Επιτροπή στην Αθήνα γράφει πως «εντός της Μονής ήταν 750 γυναικόπαιδα και 250 ένοπλοι άνδρες. Εξ αυτών συνελλήφθησαν 45 αιχμάλωτοι, καθώς και 2 μοναχοί  και 61 γυναικόπαιδα. Οι άλλοι εφονεύθησαν». Για τις απώλειες των Τούρκων ο Κορωναίος αναφέρει 1500 νεκρούς και ισάριθμους τραυματίες. Αντίστοιχους αριθμούς παραθέτει στην έκθεσή του και ο Υποπρόξενος της Ρωσίας στο Ρέθυμνο, Γ. Σκουλούδης. Προσθέτει επίσης στους φονευθέντες 14 εθελοντές και 26 μοναχούς. Αναφέρει επίσης ότι ανάμεσα στους νεκρούς των εισβολέων ήταν και ο υπαρχηγός των Τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων Σουλεϊμάν Βέης, που ήταν γαμβρός του Μουσταφά Πασά.

Δεδομένου ότι ο Πρόξενος επισκέφτηκε το Αρκάδι τις επόμενες μέρες του Ολοκαυτώματος, αλλά και τους αιχμαλώτους, συλλέγοντας μαρτυρίες, θεωρείται μια εξαιρετικά αξιόπιστη πηγή πληροφοριών.




ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ