ΕΛΛΑΔΑ ΚΡΗΤΗ

Ανανέωση διπλωμάτων οδήγησης: Πόσο δύσκολο είναι για έναν ηλικιωμένο να μάθει ότι δεν μπορεί πια να οδηγεί

Σημαντικές αλλαγές έρχονται από την 1η Ιανουαρίου 2026 στον τρόπο ανανέωσης των διπλωμάτων οδήγησης, με το υπουργείο Μεταφορών να θεσπίζει ένα νέο, πλήρως ψηφιοποιημένο σύστημα, το οποίο στοχεύει στη διασφάλιση ότι πίσω από το τιμόνι βρίσκονται μόνο όσοι έχουν την πραγματική ικανότητα να οδηγούν.

Όπως υποστηρίζεται, η αναμόρφωση του πλαισίου γίνεται με αφορμή τα χρόνια προβλήματα που παρατηρούνται τόσο στις διαδικασίες ανανέωσης, όσο και στη δράση κυκλωμάτων που κατασκεύαζαν ή διακινούσαν πλαστά πιστοποιητικά, τα οποία επέτρεπαν σε υποψηφίους οδηγούς – συχνά ηλικιωμένους – να διατηρούν το δίπλωμά τους χωρίς ουσιαστικό έλεγχο της υγείας τους.

Με βάση τις αλλαγές, καταργούνται οι έγγραφες βεβαιώσεις των γιατρών. Η διαδικασία θα γίνεται πλέον αποκλειστικά ηλεκτρονικά, με τον γιατρό να φέρει ποινική ευθύνη σε περίπτωση παράτυπης πράξης. Παράλληλα, το σύστημα θα συνδέεται με την ΗΔΙΚΑ, επιτρέποντας στους γιατρούς να έχουν πρόσβαση στον ιατρικό φάκελο του υποψήφιου οδηγού. Η διασύνδεση αυτή, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, αποτελεί “τομή” σε ένα πεδίο όπου επί χρόνια οι ανανεώσεις βασίζονταν σε μη ελεγμένα ή ακόμα και πλαστά δικαιολογητικά.

Οι Αρχές υπογραμμίζουν ότι η αλλαγή αυτή δε στοχεύει στην ηλικία, αλλά στην πραγματική ικανότητα οδήγησης, με την υγεία να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ασφαλή οδήγηση.

Στόχος είναι να παίρνουν το τιμόνι μόνο όσοι έχουν την πραγματική ικανότητα να οδηγούν.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διακοπή της ανανέωσης του διπλώματος για έναν ηλικιωμένο δεν αποτελεί απλώς μια διοικητική πράξη. Συνιστά, συχνά, μια βαθιά ψυχολογική εμπειρία, ένα γεγονός που επηρεάζει την καθημερινότητα, την αυτονομία και την ταυτότητά του. Τι σημαίνει, όμως, για έναν άνθρωπο άνω των 70 ή 80 ετών να μαθαίνει ότι δεν μπορεί πλέον να οδηγήσει; Ποιες επιπτώσεις έχει αυτό στην ψυχική και κοινωνική του υγεία;

Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, το neakriti.gr συνομίλησε με τον κλινικό ψυχολόγο Νίκο Παπανικολάου, ο οποίος αναλύει τις πολυεπίπεδες επιπτώσεις της απώλειας του διπλώματος στους ηλικιωμένους, περιγράφοντας μια διαδικασία που μοιάζει, όπως λέει, με «πένθος». 

«Ο τρόπος που βιώνεται η διαδικασία είναι καθοριστική»

«Είναι μια άρση ελευθερίας και καθώς το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται σταθερά, η ικανότητα των ηλικιωμένων να διατηρούν την κοινωνικότητά τους είναι καθοριστικός παράγοντας για τη συνολική τους ευημερία», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Παπανικολάου, κάνοντας λόγο για ένα «στρεσογόνο γεγονός», το οποίο έχει άμεσες ψυχολογικές επεκτάσεις.

Όπως εξήγησε, «για τους περισσότερος ηλικιωμένους το αυτοκίνητο ξεπερνάει τη λειτουργία ως ένα μεταφορικό μέσο. Είναι ένα σύμβολο ανεξαρτησίας, ένα σύμβολο ελευθερίας, ένα σύμβολο προσωπικής αυτονομίας. Η απώλεια, λοιπόν, του διπλώματος επιδεινώνει την ψυχολογική δυσφορία και γίνεται αντιληπτή ως ένα ορόσημο που πυροδοτεί την έναρξη της πλήρους εξάρτησης από κάποιον άλλον – συνήθως από κάποιο συγγενικό πρόσωπο. Είναι “η αρχή του τέλους”». 

Σύμφωνα με τον κλινικό ψυχολόγο, «συνήθως αυτό έρχεται μετά από ιατρικό πρόβλημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να έρθει από τη διακοπή της ανανέωσης του διπλώματος. Η διακοπή της ανανέωσης του διπλώματος μπορούμε να πούμε ότι είναι μια κρίση ταυτότητας ή και κρίση λειτουργικότητας», με την εκούσια ή ακούσια διακοπή της οδήγησης να αποτελεί και τον κεντρικό παράγοντα της διαπίστωσης του εν λόγω ζητήματος, καθώς διαμορφώνει και τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η διαδικασία.

Όπως τόνισε, «είναι πάρα πολύ σημαντικό το κατά πόσο αυτή η διακοπή είναι εκούσια ή ακούσια διακοπή. Δηλαδή, το κατά πόσο ο ηλικιωμένος το θέλει ή δεν το θέλει να σταματήσει την οδήγηση», διότι «στην περίπτωση που δε θέλει να σταματήσει, τα δεδομένα δείχνουν ότι τα άτομα που αναγκάστηκαν να σταματήσουν την οδήγηση έχουν πολύ πιο έντονα αρνητικά συναισθήματα. Έχουν θυμό, αγανάκτηση και εμφανίζουν μια πολύ μεγάλη δυσκολία προσαρμογής στη νέα αυτή κατάσταση». 

«Δημιουργείται μια κατάσταση “πένθους”»

«Οτιδήποτε χάνουμε στη ζωή συνιστά κατ’ εμάς μια διαδικασία πένθους», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Παπανικολάου, επεξηγώντας ότι η εμπειρία αυτή μοιάζει με πένθος, μια διαδικασία με στάδια που επανέρχονται επανειλημμένα: «Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε ένα πένθος… Το πρώτο στάδιο του “πένθους” είναι το σοκ και η άρνηση… Το δεύτερο στάδιο έχει να κάνει με τον θυμό και την αγανάκτηση… Το επόμενο στάδιο έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση… Το επόμενο έχει να κάνει με τη θλίψη ή την κατάθλιψη… Από εκεί και πέρα έχει να κάνει με την αποδοχή». 

Σύμφωνα με τον ίδιο, η διακοπή της οδήγησης συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης. «Υπάρχει διπλασιασμός του κινδύνου εμφάνισης κατάθλιψης στους ηλικιωμένους. Μακροπρόθεσμα, σε τετραετή παρακολούθηση δηλαδή, μπορεί ακόμα και υψηλότερα. Δηλαδή, όχι μόνο απλώς να διπλασιαστούν τα ποσοστά, αλλά να έχουμε ακόμα και τρεις ή και τέσσερις φορές τα ποσοστά επάνω – των ανθρώπων οι οποίοι περιορίστηκαν». 

Το άγχος, όπως σημείωσε ο κλινικός ψυχολόγος, επίσης εντείνεται.

«Όσον αφορά στο άγχος, αντίστοιχα σε τετραετή παρακολούθηση σχεδόν τριπλασιάζεται λόγω της πρακτικής δυσκολίας της μετακίνησης, αλλά και υπό τον φόβο της επικείμενης εξάρτησης», τόνισε.

Η κρυφή “μάχη” με τη “γνωστική φθορά” και την “κοινωνική απομόνωση”

Ο κ. Παπανικολάου αναφέρεται και στην πιθανή επιτάχυνση της γνωστικής φθοράς: «Εδώ μπορεί να υπάρξει και “γνωστική έκπτωση” από τη διακοπή της οδήγησης… άνθρωποι οι οποίοι ήταν πρώην οδηγοί εμφάνισαν επιταχυνόμενη γνωστική έκπτωση σε βάθος δεκαετίας». 

Επιπλέον, η απώλεια του διπλώματος ανοίγει τον δρόμο προς την κοινωνική απομόνωση: «Η διακοπή της οδήγησης συνιστά ένα πρωταρχικό οδηγό προς την κοινωνική απομόνωση και ενισχύει τα αισθήματα μοναξιάς… Έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει διπλάσια πιθανότητα να περιθωριοποιηθούν σε σχέση με ενεργούς οδηγούς». 

Οι πρακτικές συνέπειες, όπως αναφέρει, είναι άμεσες, καθώς πλέον «χάνεται ο αυθορμητισμός στη μετακίνηση, αυξάνεται η εξάρτηση από τρίτους, παρεμποδίζεται η πρόσβαση σε βασικές κοινωνικές δραστηριότητες… Οι φροντιστές επιφορτίζονται με ένα περισσότερο φορτίο, με αποτέλεσμα η εξάρτηση να επηρεάζει αρνητικά και τις διαπροσωπικές σχέσεις». 

Η “ετοιμότητα” καθοριστική για τη μετάβαση

Το βασικό ερώτημα, όμως, παραμένει: Υπάρχει τρόπος αυτή η μετάβαση να γίνει λιγότερο οδυνηρή; Σύμφωνα με τον ψυχολόγο, καθοριστικός είναι ο προγραμματισμός και η προετοιμασία: «Θα έλεγα ότι υπάρχει η ανάγκη το άτομο να μπορεί να βρίσκεται σε ετοιμότητα, ούτως ώστε να μπορέσει να σταματήσει. Δηλαδή, να το έχει πάρει από πριν απόφαση ότι θα σταματήσει και όχι να φτάνει μπροστά σε ένα ιατρείο και κάποια στιγμή να του ανακοινώνεται κάτι τέτοιο ή απλά να του έρχεται η διακοπή μέσω ενός χαρτιού ή μέσω κάποιου αρνητικού που θα έχει το συγκεκριμένο χαρτί συνταχθεί, με βάση κάποια γνωμάτευση που θα έχει υπάρξει από κάποιο γιατρό». 

Όπως επεξηγεί ο Νίκος Παπανικολάου, «η διαχείριση της μετάβασης… διευκολύνεται μέσα από αυτόν τον ενδιάμεσο προγραμματισμό. Οι οδηγοί που είχαν τη λεγόμενη “ετοιμότητα στάσης” είχαν πάνω από έξι φορές περισσότερες πιθανότητες να χρησιμοποιήσουν εναλλακτικά μέσα μεταφοράς», περιγράφοντας εδώ και το στάδιο της θετικότερης αποδοχής της χρήσης εναλλακτικών μέσων μεταφοράς, με τα στατιστικά να δείχνουν ότι η πιθανότητα χρήσης εναλλακτικών μέσων αυξάνεται κατά έξι φορές «σε σχέση με τους άλλους, οι οποίοι δεν ήταν προετοιμασμένοι».

Ο ρόλος της κοινωνίας και των φορέων

Κρίσιμος, όπως εξήγησε ο κ. Παπανικολάου είναι και ο ρόλος της κοινωνίας και των φορέων για τη δημιουργία ενός συστήματος συγκοινωνίας, ειδικότερα σε συγκεκριμένες διαφορές, με τον ίδιο να σημειώνει πως «η απουσία της εναλλακτικής μεταφοράς στις αγροτικές περιοχές – διότι ας μην ξεχνάμε ότι οι ηλικιωμένοι ζουν κατά κύριο λόγο σε αγροτικές περιοχές – θα οδηγήσει σε δυσανάλογη αύξηση της κοινωνικής απομόνωσης και ίσως και της κατάθλιψης». 

Διαπιστώνεται λοιπόν ότι «είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει μια υποστήριξη και κοινωνική ένταξη. Δηλαδή, οι ηλικιωμένοι να παραμείνουν σταθεροί-δραστήριοι μέσω της χρήσης τεχνολογίας και μέσω της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης».

Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι ο τρόπος με τον οποίο ανακοινώνεται και μεταφέρεται αυτή η πλέον “αδυναμία” στους ηλικιωμένους, με τον κ. Παπανικολάου να σημειώνει πως «ο γιατρός ενδέχεται να χρειαστεί να αναλάβει ένα πολύ πιο ενεργό ρόλο». 

Όπως είπε, «είναι κρίσιμο οι συστάσεις αυτές για τη διακοπή της οδήγησης να συζητούνται απευθείας με τον ηλικιωμένο, παρά με την οικογένεια – πριν την επιβολή της επίσημης αυτής αναφοράς στον κρατικό τομέα», καθώς «είναι καλύτερα, αντί να του έρχεται ένα χαρτί το οποίο θα αναφέρει ότι διακόπτεται η οδήγηση, να το συζητάει από πριν ο γιατρός και να προετοιμάζει από πριν ο γιατρός. Άρα, πρέπει να υπάρχει συζήτηση. Συμπονετική συζήτηση, με ενσυναίσθηση και αναγνώριση της ψυχικής δυσκολίας και ευαισθησία». 

Ο ίδιος τονίζει πως η ανάδειξη του προβλήματος πρέπει να γίνεται μέσω της ανάδειξης των γεγονότων και όχι μέσω της ανάδειξης της «μειωμένης ικανότητας του ατόμου», καθώς ουσιαστικά «η εστίαση στην ασφάλεια και στα γεγονότα, αντί για την ικανότητα του ατόμου, καθιστά τη συζήτηση λιγότερο απειλητική, στιγματίζοντας τα γεγονότα και όχι θίγοντας τις ικανότητές σου. Αυτό λαμβάνεται και πιο “απαλά”». 

Με την αναγνώριση των δυσκολιών να αποτελεί μια σημαντική διαδικασία, ο κλινικός ψυχολόγος τονίζει ότι «η προσαρμογή είναι μια δύσκολη διαδικασία, που απαιτεί χρόνο. Εάν ο ηλικιωμένος αντιδρά με θυμό ή ευερεθιστότητα που αναφέραμε προηγουμένως, που υπάγεται στη διαδικασία του “πένθους”, η συζήτηση πρέπει να τερματιστεί ευγενικά και να επαναπρογραμματιστεί καινούργια συζήτηση, ούτως ώστε ο ηλικιωμένος να επεξεργαστεί τις καινούργιες πληροφορίες, που είναι, προφανώς, αρκετά ψυχοπιεστικές γι’ αυτόν».

Μάλιστα, ο ίδιος, αναφερόμενος και στη δική του εμπειρία διαχείρισης αντίστοιχων περιστατικών, αναφέρει πως «τις περισσότερες φορές, στη σκέψη του ηλικιωμένου δεν υπάρχει μια άμεση σύνδεση με το γεγονός της διακοπής του διπλώματος. Δηλαδή, μπορεί να συνέβη αυτό, απλά ο ίδιος να το έχει ξεχάσει ή απωθήσει και να μένει στην κατάθλιψη, η οποία σιγά-σιγά έρχεται και εγκαθίσταται, επηρεάζοντας πρακτικά τη ζωή και την καθημερινότητά του». 

Επεξηγώντας επ’ αυτού, ο κ. Παπανικολάου αναφέρει ότι «έχει λοιπόν ξεχάσει για ποιο λόγο υπήρξε αυτή η κατάσταση που αντιμετωπίζει τώρα. Τις περισσότερες φορές, μέσα από τη διαδικασία της θεραπείας, είναι κάτι το οποίο σταδιακά καταλαβαίνει το πότε ενεργοποιήθηκε αυτή η κατάσταση. Όπως είπα, συνήθως, οποιοδήποτε πιεστικό γεγονός αντιμετωπίζουμε, ειδικότερα σε μεγάλη ηλικία, μας κάνει να αντιληφθούμε το πόσο φθαρτοί είμαστε», μια φθαρτότητα η οποία γίνεται συνειδητή και μέσα από την “άρση” της ικανότητας της οδήγησης.

 

 

Πηγή: neakriti.gr





ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ