«Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα/Βάλε στα ρούχα σου φωτιά/Βάλε στα όργανα φωτιά/Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα/Η τρομερή μας η λαλιά»: σαν να ακούγεται στα αυτιά μας ακόμα στεντόρεια από εκεί ψηλά η φωνή του Διονύση Σαββόπουλου, που δεν έπαψε ποτέ να μας ξεσηκώνει, να μας προκαλεί, να συνοδεύει τις ανατροπές, τις αμφισβητήσεις, τους αλλόκοτους περιπάτους στο περιβόλι του δικού μας ουρανού, την ελληνικότητα που την κρατούσε ψηλά – και ας είχε δει βαθιά όλες μας τις αντιφάσεις.
Γεννημένος, όπως έλεγε ο ίδιος, παραμονή του Εμφυλίου, στις 2 Δεκέμβρη του 1944, δεν ήρθε στην πολεμική Ελλάδα για να υποταχθεί στη μοίρα του αλλά για να την ξεπεράσει – ή μάλλον καλύτερα να διαμορφώσει τη δική μας διαφορετική πορεία με οδηγό τα τραγούδια του. Ήδη από μικρή ηλικία στο εφηβικό κρεββάτι σε μια γειτονιά της Σαλονίκης ο Νιόνιος σκαρφίζεται στιχάκια, όπως το ίδιο κάνει όταν ερωτεύεται, όταν νιώθει απόγνωση μέσα στα κρατητήρια την εποχή της Χούντας ή στον στρατό, όπου για να μην τρελαθεί, μεταφράζει το «Wicked Messenger» του Ντίλαν που έγινε το διάσημο άσμα «Άγγελος-Εξάγγελο».
Όλα τα τραγούδια του άλλωστε ακροβατούν ανάμεσα στην ακραία πραγματικότητα και την πιο ονειρική φαντασία, γίνονται οδηγοί σε μια αλλόκοτη γεωγραφία που χωράει τη ροκ και τον Τσιτσάνη, τα δημοτικά και τα νησιώτικα, την ηλεκτρονική μουσική και τα πιο ωραία μελωδικά στιχάκια: είναι η Ελλάδα που πρόλαβε ο ίδιος να φαντασιωθεί προτού καν προλάβει να περάσει τις πιο έντονες μετεμφυλιακές της φάσεις με «κάστρα ανεμισμένα, καΐκια μες’το φως», με βεγγαλικά και χορωδίες και «με το πλήθος να βλέπει οπτασίες».
Αν κανείς τον ρωτούσε που βρήκε δεκανίκι για να αντέξει, θα έλεγε στη δύναμη του να σκαρφίζεται κόσμους αλλόκοτους, να χοροπηδά με μπάλους, Καραγκιόζηδες και αμέτρητους Νεφεληγερέτες, να ορίζει, όπως πρόσταζε το αυτοβιογραφικό του τραγούδι «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» δικές του διαδρομές, σαν αυτή που τράβηξε αφήνοντας τα πάντα πίσω του και μετακομίζοντας στην Αθήνα ακολουθώντας το όνειρό του.
Είναι λίγο πριν κλείσει καν τα είκοσι όταν αποφασίζει, αφού εγκαταλείπει τη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης, να χαράξει τον δικό του δρόμο: γνωρίζει ότι το τραγούδι είναι η μοίρα του και δεν της αντιστέκεται. Αφού κοιμάται όπου βρει σε φιλικά σπίτια ακόμα και στο πάτωμα των γραφείων, όπου στήνουν παράνομα τα πλακάτ για τις διαδηλώσεις με την ομάδα ειρήνης Μπέρτραντ Ράσελ, δουλεύει κάνοντας μεροκάματα από μπογιατζής μέχρι αχθοφόρος-ακόμα και μοντέλο στη σχολή Καλών Τεχνών κατάφερε να γίνει! Ταυτόχρονα, όμως, δοκιμάζει την τύχη του στο τραγούδι με διάφορες εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα ενώ έρχεται σε επαφή με όλους τους μεγάλους συνθέτες της εποχής, που αντιλαμβάνονται από πολύ νωρίς το ταλέντο του.
Και αυτό είναι που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους τραγουδοποιούς και ερμηνευτές του Νέου Κύματος: το ότι γνωρίζει πως οι μικρές στιγμές έχουν πολύ μεγάλη βαρύτητα από τις μελό περιγραφές των αιώνιων αισθημάτων. Ενστερνίζεται την αγωνία του Ζακ Πρεβέρ, που βλέπει τη ζωή στο κέντρο του Παρισιού σαν ένα ζωντανό πανηγύρι που περνά, αφουγκράζεται την ειρωνεία του Μπρασένς, του αρέσει το χιούμορ του Χατζιδάκιπερισσότερο από τα επαναστατικά προτάγματα του Θεοδωράκη. Κατά βάθος ξέρει ότι είναι ποιητής και αυτή η καταστατική θέση γίνεται οδηγός στη ζωή του: σαν να βλέπει τη μούσα να τον οδηγεί μέσα στην ομίχλη της Εθνικής Οδού, τον τυφλό Όμηρο να του γνέφει μέσα από την αχλή της ιστορίας: «χάρη στις λέξεις εγώ έζησα μια δεύτερη ζωή, μια ζωή παράλληλη, πολλές φορές πιο αληθινή από τούτη εδώ» γράφει χαρακτηριστικά στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».
Την αυτοβιογραφία του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη δεν την έγραψε για να μιλήσει για τη μεγάλη του καριέρα αλλά σαν αποχαιρετιστήριο δώρο μνημονεύοντας τους ποιητές της καρδιάς του, τους παλιούς του έρωτες, ακόμα και τον ίδιο όταν ήταν ένα ανήσυχο παιδί της Φωκίωνος Νέγρη και της Πατησίων, ομολογώντας πως πάντοτε άλλαζε, γιατί πάντοτε δοκίμαζε αν ο εαυτός του αντέχει τους διάφορους ρόλους που υιοθέτησε σε διαφορετικές στιγμές της ζωή του. Την εποχή της Χούντας δεν αντέχει τη λογοκρισία και σκέφτεται, ύστερα από διάφορα περιστατικά ανακρίσεων και λογοκρισίας, να μεταβεί στην Πόλη του Φωτός. Μακριά από τη χώρα του, στο Παρίσι, γράφει στο αγαπημένο του στέκι Σεν Κλοντ την περίφημη «Ωδή στον Τσε Γκεβάρα», που για να το περάσει από τη λογοκρισία το μετατρέπει σε «Ωδή στον Καραϊσκάκη». Είναι το ίδιο στέκι όπου έπαιζε φλιπεράκια με τον «ασυναγώνιστο», όπως λέει, Φασιανό. «Πέντε μήνες στο Παρίσι τραγούδια έγραφα και έπαιζα φλιπεράκι». Είναι προφανές ότι η κατάθλιψη δεν αφήνει πολλά περιθώρια αντίδρασης. Ενώ σκεφτόταν να εγκαταλείψει τα τραγούδια και να μπαρκάρει στα καράβια, είναι η γνωριμία με την Άσπα, το 1967, που τον κρατάει στην πρώτη γραμμή. «Ήταν τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε» έγραφε για εκείνη. «Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη, και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα».
Η σπουδαία «Ρεζέρβα» του κυκλοφορεί το 1979 ανοίγοντας με τον πιο δυναμικό τρόπο τη δεκαετία του 80, την οποία θα χαράξει η μεγάλη του συναυλία στο Παλαί ντε Σπορ, με την οποία επιστρέφει στην πατρίδα του τη Θεσσαλονίκη, το 1983. Με τα «Τραπεζάκια έξω» που θα κυκλοφορήσουν την ίδια χρονιά ο Νιόνιος θα δείξει ότι ξέρει καλά τους συμβιβασμούς που έκανε η Αριστερά τον βωμό της νέας εξουσίας. Τα τραγούδια του, άλλωστε, υιοθετούνται από τους ‘Ρηγάδες’ της εποχής που βρίσκουν τον τρόπο να απαντήσουν στις σκληροπυρηνικές ντιρεκτίβες της κομμουνιστικής οδού. Δύσκολες ήταν οι κόντρες με την Αριστερά, ακόμα πιο δύσκολες οι στιγμές της αποδοκιμασίας του την περίοδο του «Κουρέματος», για την οποία γράφει χαρακτηριστικά: «Μέ τό Κούρεμα ἔκανα στροφή πρός τή Δεξιά, μπαϊλντισμένος μέ τόν ψευτοπροοδευτισμό τῆς ἐποχῆς καί τήν ἀλαζονεία του. Ἦταν ἕνας προοδευτισμός νεφελώδης, ἀντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι ἐντελῶς ἀντιπνευματικός. Δυστυχῶς, ἡ Ἀριστερά ἀφέθηκε νά παρασυρθεῖ ἀπό ἐκεῖνον τόν φτηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί ἀριστεροί πού, δικαιολογημένα, μισοῦσαν τή Δεξιά, ἐπειδή κάποτε τούς ταπείνωσε καί τούς ἀνάγκασε νά ὑπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, ἀλλά καί δέν τούς ἔφυγε ποτέ καί ὁ ἀνομολόγητος θυμός γιά τήν ἴδια τους τήν Ἀριστερά πού τούς ἔμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχθηκε τό ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν σύσσωμοι. Τό ΠΑΣΟΚ ἔγινε τό καταφύγιο κάθε πληγωμένου ἐγωισμοῦ. Ἄσε δέ τόν λαϊκισμό του. Ἦταν τόσο, πού ἐπηρέασε βλαπτικά ὅλο τό πολιτικό σύστημα, ὅλα τά κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός».
Παρά τις δυσκολίες που είχε με το πολιτικό σύστημα και με την ανοιχτή κόντρα που κράτησε με συγκεκριμένα πρόσωπα, δεν αποποιήθηκε καμία φάση της ζωής του. Στην εξομολογητική Αυτοβιογραφία του, ζήτησε συγγνώμη από ανθρώπους που αδίκησε, όπως ο Θάνος Μικρούτσικος και κυρίως από τη γυναίκα του για τις παρασπονδίες του, μίλησε ειλικρινά για τις αδυναμίες του και έδειξε πως κάτω από τις πολύχρωμες περσόνες του παρέμεινε, παρά τα φαινόμενα, ένας ευάλωτος θνητός. Στο τελευταίο κεφάλαιο του προφητικού του βιβλίου, όπου βλέπει τον εαυτό του άρρωστο να βρέχει την πιτζάμα του μπροστά από το τρυφερό βλέμμα της νοσοκόμας, βλέπουμε την ομολογία μιας θνητότητας ενός ανθρώπου που ακόμα δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι έφυγε από τη ζωή. Τα υψωμένα χέρια-για χαρά, πανηγύρι ή προσευχή- σε έναν κόσμο αλλόκοτο αλλά μοναδικό που χρωμάτισε με αμέτρητες εικόνες, μουσικές και χάδια, είναι η μοναδική εικόνα που κρατάμε από το περιφερόμενο θέατρο της ζωής του. «Πως χορεύεις με τα χέρια σου υψωμένα/σα να ψάχνεις μιας αόρατη ανεμόσκαλα/κι οι λαγόνες σου απαλά που κυματίζουν/κι είσαι ποτέ κοντά και πότε μακριά/μπαινοβγαίνεις σε έναν χώρο που για ήλιο/στρίβει μόνο κατά τη δεξαμενή/και με μαύρα ματογυάλια ξαναστρίβει/στης αγάπης την πλευρά τη σκοτεινή». Ο Σαββόπουλος θα ζει, άλλωστε, για πάντα, μέσα από αυτές, τις πιο ωραίες και δοξαστικές χειρονομίες της ζωής μας και από έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα απίστευτα μεγάλος και ενίοτε τρομακτικά μικρός-αλλά είναι σίγουρα ο δικός μας. Μόνο αυτός, άλλωστε, τον κατάλαβε καλύτερα από τον καθένα.
Πηγή: protothema.gr






















