Ο Ανδρέας ο Βαρουχάκης.
Και τί να πω τώρα εγώ Αντρίκο μου, και τι να γράψω;
Όλα τα είπε εκείνο το «πάνδημο παρών» το συγκινητικό, που ακούμπησε στη σορό σου, σε μια δυναμική κυκλική, που νόμιζες πως είναι ατελείωτη…
Το απόγεμα της Κυριακής του Αγίου Παντελεήμονα, τόσος κόσμος ήρθε να σ’ αποχαιρετίσει.
…Με τον Ανδρέα γνωριζόμαστε από τα εφηβικά μας χρόνια. Τον πέτυχα στο Λύκειο, όταν γύρισα από την Αθήνα το ‘66. Ήταν ένα παιδί κοινωνικό, μ’ ευχάριστη διάθεση πάντα, και χιούμορ.
Γίναμε φίλοι αμέσως, μεγαλώσαμε, κάναμε οικογένειες… Ανδρέα μου, με την Ιωάννα σου, είχατε αγάπη μεγάλη, κάνατε ωραία οικογένεια με θαυμάσια παιδιά, συγκροτημένα στη σκέψη και τη ζωή τους, που σου έδωσαν, χαρές, τιμές και εγγονάκια. Κι η γυναίκα σου, για δεκαετίες, να κρατά «γελαστή φιλοξενία» σε σπίτι ανοικτό, με το κρασί και τη ρακή, τον δικό και τον φίλο. Μα και ν’ αφοσιώνεται στην ιερή φροντίδα τεσσάρων γονιών και να συμπάσχει στην πίκρα για τον πρόωρο χαμό της αδερφής σου…
Αχ Αντρίκο μου, εγώ θα δώσω έμφαση στα χαρίσματά σου, που άφησαν αποτύπωμα στη σχέση.
Γενναιόδωρος, πολύ όμως, χουβαρντάς, «μπερκέτης», πώς το λένε, μακράν όλων των φίλων, σχεδόν.
Ευχαρίστως έκανες τα έξοδα των φίλων και των φίλων τους και το μέλημά μας πάντα, να σου ανταποδώσουμε.
Παρέες, παρέες αξέχαστες, σε γλέντια και γιορτές, στο σπίτι σου, στο σπίτι μου, στου Νώντα και των άλλων φίλων, στη Δρακόνα, σε ταβέρνες… Αποκριά, Καθαρά Δευτέρα, Πρωτομαγιά, παντού… Μυστήρια πολλά, έπαιρνες τηλέφωνο τον Μανώλη πάντα.
«Οι θέσεις σας είναι εδώ», έλεγες μετ’ επιτάσεως! Έχουμε βαφτίσια, ευλογία.
Χορευτής καλός, τραγουδιστής, μα και στο Άγιο Αναλόγιο άξιος να εκφέρεις τον «ψάλτη ήχο».
Σ’ εξορμήσεις κεφιού, ή σ’ ερημοκλήσι πανηγυριού, δεν είχαν ποτέ ανάγκη για ψάλτη, κι όταν δεν είχαμε Μουσική τραγουδούσαμε οι δυο μας (εγώ φάλτσα, εννοείται) για να δίνουμε το… τέμπο να χορεύει η παρέα, ακαπέλα.
Κατά την «Ορχήστρα» θα χορεύουμε κι εμείς, μας πείραζαν.
Πόσες φορές Ανδρέα μου, στη θητεία σου, με ρωτούσες αν έχει κώλυμα ο Μανώλης για να πάμε σε εκδήλωση των Χανίων που ήξερες ότι έχω πρόσκληση (Νομαρχία τότε, Ίδρυμα Βενιζέλος, ΕΛΕΠΑΠ, ΔΗΠΕΘΕΚ, Επιμελητήριο).
Πώς να ξεχάσω που έτρεχες πρώτος να αγρυπνήσεις με την αγωνία μας στις εντατικές και των δύο νοσοκομείων;
Και το πώς έφτανες πρώτος στον Μεσαρίτικο κάμπο για να τιμήσεις το ξόδι των γονιών μας;
Πώς να ξεχάσω πως με τίμησες τα μέγιστα να μ’ επιλέξεις ως φυσικό πρόσωπο στο Δ.Σ. της τότε ΔΗΠΕΚ, κι είχα…. «λευκή επιταγή» για ότι δρώμενο ήθελα να πραγματοποιήσω.
Είναι γνωστή ασφαλώς η θητεία σου ως Δημάρχου αποτελεσματικού, η διεύθυνση που είχες στην Εθνική για χρόνια, η αγάπη σου η μεγάλη για το Καστέλλι, «καθαρόαιμο» Καστελλιανάκι, και τα προεδρεία σου σε Συμβούλια πολιτιστικά, αθλητικά, εμπορικά, προνοιακά και βέβαια Αυτοδιοικητικά.
Γνωστά πράγματα.
Γι’ αυτό έδωσα έμφαση στη φιλία σου, που μπορούσες ν’ αναπτύξεις σε βαθμό υπερθετικό!
…Έφυγες Ανδρέα μου κι άφησες μια αίσθηση ειλικρινούς πένθους, με το δάκρυ, τον συγκλονισμό και τον καλό λόγο να περισσεύουν.
Τυχαία κάθισα κοντά στους αγαπημένους σου κι είχα αίσθηση και εικόνα της διάχυτης θλίψης… Τα «αδέρφια» της Ιωάννας σου, έτσι είναι για κείνη τα ξαδερφάκια της, το σπαραγμό της συντρόφου σου, και μιαν υπέροχη εικόνα ακόμη. Τα κορίτσια, οι νύφες σου και του Μανώλη και του Στέφανου που, με τρυφερότητα πολλή και βουρκωμένες, προσπαθούσαν ν’ απαλύνουν τη θλίψη των αγαπημένων τους.
Έφυγες Αντρίκο μου κι άφησες κενό. Εκείνο που αφήνει ένας συνεπής πολίτης που έπεισε για την γενέθλια αγάπη του και για την ωραία του πρόθεση, να επικοινωνήσει, να προσπαθήσει, να προσφέρει…
Άξιος λοιπόν να ζεις στα αισθήματα και τη μνήμη μας…, και να ‘ρχεσαι στις αναφορές μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο είναι γραμμένο, το πρώτο τριήμερο της αναχώρησης του Ανδρέα. Όμως, για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας, δεν το δημοσίευσα, αφού η συλλογική συγκίνηση ανήκε πλέον στο συγκλονιστικό γεγονός που συνταράσσει την Κίσαμο, μ’ ένα αγαπημένο της πρόσωπο… Ας προσευχηθούμε λοιπόν ξανά από καρδιάς, για ότι καλύτερο έχει να δώσει ο Θεός…
ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΕΓΡΕΔΑΚΗ






















